Ο Ηλίας Π. Νικολούδης (1939-) είναι από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες στοχαστές. Με πολυσχιδείς σπουδές (Νομικά, Κοινωνιολογία, Γλωσσολογία, Πολιτικές Επιστήμες, Οικονομικά και Φιλοσοφία) στην Αθήνα, στο Παρίσι, στο Στρασβούργο και στη Χάγη, είναι Διδάκτωρ του Α΄ Πανεπιστημίου των Παρισίων, και δίδαξε Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο την περίοδο 1975-1984, ενώ είναι συγγραφέας εξαιρετικών έργων πολιτικο-φιλοσοφικού περιεχομένου και έχει μεταφράσει και επιμεληθεί σημαντικά βιβλία σπουδαίων ξένων διανοητών.
Με σκέψη ρηξικέλευθη και ανατρεπτική, που δεν λογοδοτεί σε θέσφατα και (οποιασδήποτε προέλευσης) «εξ αποκαλύψεως αλήθειες», ο Ηλίας Π. Νικολούδης, αρθρώνει έναν λόγο αμιγώς ελληνικό και γι’ αυτό οικουμενικό, και προσεγγίζει τα προβλήματα του καιρού μας και του κόσμου, κατά τρόπο ριζικό, αδογμάτιστο και εποικοδομητικά δημιουργικό. Το κείμενο που ακολουθεί είναι παρμένο από το άρθρο του «Η Ελληνική κρίση του σύγχρονου κόσμου (Η ευρωπαϊκή αντιποίηση του ελληνικού λόγου)», το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Οριοθετήσεις», (που εξέδιδε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο εκδοτικός οίκος «Ροές», και διηύθυνε ο ίδιος), τεύχος 2, 1991. Πρόκειται για ένα κείμενο σταθμικό, που ανατέμνει τη σχέση του Ελληνισμού με την Ευρώπη υπό μια οπτική εικονοκλαστική, με έντονο το ιστορικοφιλοσοφικό στοιχείο και ανάγλυφη τη συνείδηση Ελληνικότητας. Από την άποψη, λοιπόν, αυτή, πρόκειται για ένα κείμενο βαθιά ελληνικό. Και γι’ αυτό βαθύτατα ευρωπαϊκό:...
Με σκέψη ρηξικέλευθη και ανατρεπτική, που δεν λογοδοτεί σε θέσφατα και (οποιασδήποτε προέλευσης) «εξ αποκαλύψεως αλήθειες», ο Ηλίας Π. Νικολούδης, αρθρώνει έναν λόγο αμιγώς ελληνικό και γι’ αυτό οικουμενικό, και προσεγγίζει τα προβλήματα του καιρού μας και του κόσμου, κατά τρόπο ριζικό, αδογμάτιστο και εποικοδομητικά δημιουργικό. Το κείμενο που ακολουθεί είναι παρμένο από το άρθρο του «Η Ελληνική κρίση του σύγχρονου κόσμου (Η ευρωπαϊκή αντιποίηση του ελληνικού λόγου)», το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Οριοθετήσεις», (που εξέδιδε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο εκδοτικός οίκος «Ροές», και διηύθυνε ο ίδιος), τεύχος 2, 1991. Πρόκειται για ένα κείμενο σταθμικό, που ανατέμνει τη σχέση του Ελληνισμού με την Ευρώπη υπό μια οπτική εικονοκλαστική, με έντονο το ιστορικοφιλοσοφικό στοιχείο και ανάγλυφη τη συνείδηση Ελληνικότητας. Από την άποψη, λοιπόν, αυτή, πρόκειται για ένα κείμενο βαθιά ελληνικό. Και γι’ αυτό βαθύτατα ευρωπαϊκό:...
Η διάθεση του ανθρώπου αυτού, του ελληνικού ανθρώπου, είναι απελευθερωτική. Ο Προμηθέας και η Αντιγόνη είναι παρόντες ήδη στη λέξη “άνθρωπος”, απ’ όπου βγήκαν, όπως βγήκε πάνοπλη η Αθηνά από την κεφαλή του Διός. Αποτελούν, στο βάθος, συμβολική αναπαράσταση εκείνου του οποίου οι “χορεύτριες” του Ζαλόγγου και οι Τρακόσιοι των Θερμοπυλών αποτελούν ιστορική επαλήθευση.
Ο ελληνικός “άνθρωπος” – ο άνθρωπος με συνείδηση ανθρωπότητας – με την ευρωπαϊκή απόδοση (homo, man) εξειδικεύεται, περι-ορίζεται. Ο εξειδικευμένος αυτός άνθρωπος μεταφράζει “ζώον λόγον έχον” “animale rationale”. Αυτό που χάνεται από μια παρόμοια μετάφραση είναι η γλώσσα, η ομιλία – η οποία υπάρχει στον “λόγο” και λείπει από την “ratio”. Ο “άνθρωπος” φτωχαίνει με τον homo, ο homo φοβίζει τον άνθρωπο (homo homini lupus est) και τρομοκρατεί την ιστορία. Ο άνθρωπος της Ευρώπης αναγνωρίζεται σήμερα από το “έχειν”, από την ποσότητα των βιομηχανικών προϊόντων που έχει στην κυριότητα και στην κατοχή του. Όχι από το “είναι”, από την ποιότητα της παρουσίας του στον κόσμο. Στη δομή της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας έχει εξαρθρωθεί η προμηθεϊκή προοπτική. Ενώ έτσι από τον ελληνικό άνθρωπο προήλθε ένας αυθεντικός ανθρωπισμός, ένας απελευθερωτικός ανθρωπισμός που συνίσταται στη μη περιφρόνηση του κατωτέρου και του ηττημένου, από τον homo παράχθηκε ένας αποικιοκρατικός ουμανισμός που εκμεταλλεύθηκε και περιφρόνησε τον αδύνατο.
Η εγκατάλειψη του “ανθρώπου” από τον homo θα έχει ως κύρωση την εγκατάλειψη του homo από τη Φύση. Η “φύση”, που δεν κατανοήθηκε ποτέ από τον Ευρωπαίο, μεταφράζεται natura (“γεννήτρα”), λέξη κατά τον Χάϊντεγγερ διφορούμενη, επιβαρυμένη, εντελώς ιδιότυπη – μία προσανατολισμένη απόδοση της ελληνικής φύσης. Η ευρωπαϊκή “κουλτούρα” υποτιμά τη φύση και τελικώς την υποδουλώνει, μετατρέποντάς την σε απλό όργανο υλικής παραγωγής, και κάνει ό,τι μπορεί για να την σπαταλήσει και να την εξαντλήσει. Φύση σημαίνει ελληνικά το “κάτι” εκείνο που καθορίζει έναν συγκεκριμένο τρόπο υπάρξεως και παρουσίας· εκείνο που εξασφαλίζει τη σταθερότητα και την ταυτότητα του τρόπου αυτού, το “πρώτον αρρύθμιστον”.
Natura σημαίνει, αντιθέτως, απασφάλιση, “ξεμαντάλωμα”, αφαίρεση κάθε φράγματος και εγκατάλειψη στον ρυθμό της παραγωγικότητας∙ στον ξέφρενο ρυθμό μιας υπεργενετικής που οδηγεί αναγκαία στη στειρότητα και στο καρκίνωμα. Όπως η εγκατάλειψη του ανθρώπου από τον homo κυρώνεται με την εγκατάλειψή του από τη φύση, έτσι και η επιστημονική καθυπόταξη της φύσης οδηγεί στην επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Ο Ευρωπαίος κατοικεί τη φύση καταναλωτικά. Ο Χούσσερλ θα καταγγείλει την υποταγή της φύσης στον άνθρωπο και την εγγραφή της τεχνικής του ανθρώπου στη φύση, ενώ ο Χάϊντεγγερ, προεκτείνοντας τη σκέψη αυτή, διαγιγνώσκει ότι “ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί την ολότητα του Είναι ως πρώτη ύλη για την παραγωγή και υποτάσσει το σύνολο του κόσμου στο πεδίο και στην τάξη της παραγωγής,,,”. Ο Μαρκούζε θα προσπαθήσει να δείξει ότι “η επιστήμη εξ αιτίας της μεθόδου και των εννοιών της, έχει κάνει τα σχέδια ενός σύμπαντος στο οποίο η κυριαρχία πάνω στη φύση συνδέεται με την κυριαρχία επί του ανθρώπου, και ότι η ίδια η επιστήμη ευνοεί αυτό το σύμπαν”. Το σύγχρονο οικολογικό αδιέξοδο ήταν λοιπόν “γραμμένο” στον “γενετικό κώδικα” της ευρωπαϊκής natura.
Ο ευρωπαϊκός άνθρωπος ήταν προ-ορισμένος να γίνει homo oeconomicus. “Οικονομία” δεν σημαίνει ωστόσο στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή γλώσσα το ίδιο πράγμα. Στην ελληνική οικονομία το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο οίκος, η ισορροπία και η αρμονία του, την οποία εξασφαλίζει ο νόμος – όχι, όπως η lex, “προσταγή”, αλλά “διανομή”: “διανεμητική δικαιοσύνη”. Ο ελληνικός “οίκος”, από τον οποίο προέρχεται η οικογένεια, δεν μπορούσε εξ άλλου να είναι ούτε εμπορικός ούτε χρηματιστηριακός, όταν κάτι τέτοιο δεν ήταν ούτε κι αυτή ακόμη η ίδια η “Αγορά”, δεδομένης της πρωταρχικότητας εδώ της αγόρευσης: ανταλλαγής όχι προϊόντων αλλά λόγων. Η λέξη “αγορά” αποτελεί κατά τους Χόρκχαϊμερ και Αντόρνο γλωσσική απόδειξη του πολιτικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού, αντιθέτως προς τον οικονομιστικό ευρωπαϊκό πολιτισμό των marche, market κλπ. Ενώ η ελληνική οικονομία είναι λοιπόν οικολογική, η σύγχρονη οικονομία μολύνει την ανθρώπινη εστία, αναστατώνει τον ανθρώπινο οίκο και εξαντλεί τα αποθέματα. Η σύγχρονη υπερπαραγωγικότητα καταναλώνει το μη καταναλώσιμο, εκείνο του οποίου η κατανάλωση καταστρέφει τη δυνατότητα ανανεώσεως της πηγής.
Η άσοφη αυτή συμπεριφορά, που ονομάζεται σήμερα ενεργειακή κρίση, έχει οδηγήσει τη βιομηχανική ζωή στα πρόθυρα της χρεωκοπίας: η σύγχρονη παραγωγή καταναλώνει τη μελλοντική κατανάλωση, η σύγχρονη κατανάλωση καταναλώνει τη μελλοντική παραγωγή, το σήμερα καταναλώνει το αύριο και αποκλείει τη δυνατότητα μέλλοντος. Η ελληνική “παρ-αγωγή” έχει απωλέσει στον σύγχρονο κόσμο κάθε ηθική σημασία. Η σύγχρονη οικονομία κατέστη ανοικονομία, είδος οικο-ανομίας, σχεδόν οικοληστεία. Προορισμένη η οικονομία από την ελληνική της ονομασία να υπηρετεί τον άνθρωπο, κατέστη κύριος του ανθρώπου, ετυμολογικός “αυθέντης”, ανθρωποκτόνος. Αυτό φαίνεται να είναι και το βαθύτερο νόημα της βιομηχανικής επανάστασης και η μεγάλη ενοχή της επιστήμης που την κατέστησε δυνατή. Ο Αριστοτέλης υπήρξε κατηγορηματικός στο θέμα αυτό: “Φανερόν ότι πλείων η σπουδή της οικονομίας περί τους ανθρώπους ή περί την κτήσιν και περί την αρετήν τούτων ή περί την της κτήσεως όν καλούμεν πλούτον”.»
Ο ελληνικός “άνθρωπος” – ο άνθρωπος με συνείδηση ανθρωπότητας – με την ευρωπαϊκή απόδοση (homo, man) εξειδικεύεται, περι-ορίζεται. Ο εξειδικευμένος αυτός άνθρωπος μεταφράζει “ζώον λόγον έχον” “animale rationale”. Αυτό που χάνεται από μια παρόμοια μετάφραση είναι η γλώσσα, η ομιλία – η οποία υπάρχει στον “λόγο” και λείπει από την “ratio”. Ο “άνθρωπος” φτωχαίνει με τον homo, ο homo φοβίζει τον άνθρωπο (homo homini lupus est) και τρομοκρατεί την ιστορία. Ο άνθρωπος της Ευρώπης αναγνωρίζεται σήμερα από το “έχειν”, από την ποσότητα των βιομηχανικών προϊόντων που έχει στην κυριότητα και στην κατοχή του. Όχι από το “είναι”, από την ποιότητα της παρουσίας του στον κόσμο. Στη δομή της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας έχει εξαρθρωθεί η προμηθεϊκή προοπτική. Ενώ έτσι από τον ελληνικό άνθρωπο προήλθε ένας αυθεντικός ανθρωπισμός, ένας απελευθερωτικός ανθρωπισμός που συνίσταται στη μη περιφρόνηση του κατωτέρου και του ηττημένου, από τον homo παράχθηκε ένας αποικιοκρατικός ουμανισμός που εκμεταλλεύθηκε και περιφρόνησε τον αδύνατο.
Η εγκατάλειψη του “ανθρώπου” από τον homo θα έχει ως κύρωση την εγκατάλειψη του homo από τη Φύση. Η “φύση”, που δεν κατανοήθηκε ποτέ από τον Ευρωπαίο, μεταφράζεται natura (“γεννήτρα”), λέξη κατά τον Χάϊντεγγερ διφορούμενη, επιβαρυμένη, εντελώς ιδιότυπη – μία προσανατολισμένη απόδοση της ελληνικής φύσης. Η ευρωπαϊκή “κουλτούρα” υποτιμά τη φύση και τελικώς την υποδουλώνει, μετατρέποντάς την σε απλό όργανο υλικής παραγωγής, και κάνει ό,τι μπορεί για να την σπαταλήσει και να την εξαντλήσει. Φύση σημαίνει ελληνικά το “κάτι” εκείνο που καθορίζει έναν συγκεκριμένο τρόπο υπάρξεως και παρουσίας· εκείνο που εξασφαλίζει τη σταθερότητα και την ταυτότητα του τρόπου αυτού, το “πρώτον αρρύθμιστον”.
Natura σημαίνει, αντιθέτως, απασφάλιση, “ξεμαντάλωμα”, αφαίρεση κάθε φράγματος και εγκατάλειψη στον ρυθμό της παραγωγικότητας∙ στον ξέφρενο ρυθμό μιας υπεργενετικής που οδηγεί αναγκαία στη στειρότητα και στο καρκίνωμα. Όπως η εγκατάλειψη του ανθρώπου από τον homo κυρώνεται με την εγκατάλειψή του από τη φύση, έτσι και η επιστημονική καθυπόταξη της φύσης οδηγεί στην επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Ο Ευρωπαίος κατοικεί τη φύση καταναλωτικά. Ο Χούσσερλ θα καταγγείλει την υποταγή της φύσης στον άνθρωπο και την εγγραφή της τεχνικής του ανθρώπου στη φύση, ενώ ο Χάϊντεγγερ, προεκτείνοντας τη σκέψη αυτή, διαγιγνώσκει ότι “ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί την ολότητα του Είναι ως πρώτη ύλη για την παραγωγή και υποτάσσει το σύνολο του κόσμου στο πεδίο και στην τάξη της παραγωγής,,,”. Ο Μαρκούζε θα προσπαθήσει να δείξει ότι “η επιστήμη εξ αιτίας της μεθόδου και των εννοιών της, έχει κάνει τα σχέδια ενός σύμπαντος στο οποίο η κυριαρχία πάνω στη φύση συνδέεται με την κυριαρχία επί του ανθρώπου, και ότι η ίδια η επιστήμη ευνοεί αυτό το σύμπαν”. Το σύγχρονο οικολογικό αδιέξοδο ήταν λοιπόν “γραμμένο” στον “γενετικό κώδικα” της ευρωπαϊκής natura.
Ο ευρωπαϊκός άνθρωπος ήταν προ-ορισμένος να γίνει homo oeconomicus. “Οικονομία” δεν σημαίνει ωστόσο στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή γλώσσα το ίδιο πράγμα. Στην ελληνική οικονομία το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο οίκος, η ισορροπία και η αρμονία του, την οποία εξασφαλίζει ο νόμος – όχι, όπως η lex, “προσταγή”, αλλά “διανομή”: “διανεμητική δικαιοσύνη”. Ο ελληνικός “οίκος”, από τον οποίο προέρχεται η οικογένεια, δεν μπορούσε εξ άλλου να είναι ούτε εμπορικός ούτε χρηματιστηριακός, όταν κάτι τέτοιο δεν ήταν ούτε κι αυτή ακόμη η ίδια η “Αγορά”, δεδομένης της πρωταρχικότητας εδώ της αγόρευσης: ανταλλαγής όχι προϊόντων αλλά λόγων. Η λέξη “αγορά” αποτελεί κατά τους Χόρκχαϊμερ και Αντόρνο γλωσσική απόδειξη του πολιτικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού, αντιθέτως προς τον οικονομιστικό ευρωπαϊκό πολιτισμό των marche, market κλπ. Ενώ η ελληνική οικονομία είναι λοιπόν οικολογική, η σύγχρονη οικονομία μολύνει την ανθρώπινη εστία, αναστατώνει τον ανθρώπινο οίκο και εξαντλεί τα αποθέματα. Η σύγχρονη υπερπαραγωγικότητα καταναλώνει το μη καταναλώσιμο, εκείνο του οποίου η κατανάλωση καταστρέφει τη δυνατότητα ανανεώσεως της πηγής.
Η άσοφη αυτή συμπεριφορά, που ονομάζεται σήμερα ενεργειακή κρίση, έχει οδηγήσει τη βιομηχανική ζωή στα πρόθυρα της χρεωκοπίας: η σύγχρονη παραγωγή καταναλώνει τη μελλοντική κατανάλωση, η σύγχρονη κατανάλωση καταναλώνει τη μελλοντική παραγωγή, το σήμερα καταναλώνει το αύριο και αποκλείει τη δυνατότητα μέλλοντος. Η ελληνική “παρ-αγωγή” έχει απωλέσει στον σύγχρονο κόσμο κάθε ηθική σημασία. Η σύγχρονη οικονομία κατέστη ανοικονομία, είδος οικο-ανομίας, σχεδόν οικοληστεία. Προορισμένη η οικονομία από την ελληνική της ονομασία να υπηρετεί τον άνθρωπο, κατέστη κύριος του ανθρώπου, ετυμολογικός “αυθέντης”, ανθρωποκτόνος. Αυτό φαίνεται να είναι και το βαθύτερο νόημα της βιομηχανικής επανάστασης και η μεγάλη ενοχή της επιστήμης που την κατέστησε δυνατή. Ο Αριστοτέλης υπήρξε κατηγορηματικός στο θέμα αυτό: “Φανερόν ότι πλείων η σπουδή της οικονομίας περί τους ανθρώπους ή περί την κτήσιν και περί την αρετήν τούτων ή περί την της κτήσεως όν καλούμεν πλούτον”.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου