Με βάση το ημερολόγιο, το Λονδίνο της
27ης Ιουλίου 2012 απέχει από την Αθήνα της 13ης Αυγούστου 2004, μόνο
οκτώ χρόνια. Στην πραγματικότητα απέχει περίπου μια αιωνιότητα. Οι
Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, ήταν ό,τι πιο σημαντικό έχει να επιδείξει
στον διεθνή χώρο η σύγχρονη Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες. Όχι μόνο
γιατί διεκπεραίωσε άψογα την πιο πολύπλοκη διοργάνωση του πλανήτη. Αλλά
και γιατί εκείνες τις ημέρες οι Έλληνες «πέρασαν απέναντι».
Εκείνη η Ελλάδα δεν υπάρχει πια. Και ακόμη χειρότερα: το μεγαλύτερο ελληνικό οργανωτικό επίτευγμα στον εικοστό αιώνα, άρχισε να ενοχοποιείται - όπως ενοχοποιούνται πολλά πράγματα στη χώρα- από την επομένη κιόλας της τελετής λήξης των Αγώνων. Σήμερα μάλιστα κάποιοι το προβάλουν ακόμη και σαν …ατυχή στιγμή. Το μυαλό τους και μια λίρα. Η διοργάνωση των Ελληνικών Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε αντικείμενο θαυμασμού σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και ταυτόχρονα ήταν η -στιγμιαία έστω- αποκάλυψη της ικανότητας του ελληνικού λαού να πειθαρχεί στον σχεδιασμό και να αποδίδει το καλύτερο. Να πρωταγωνιστεί θετικά, όταν δημιουργούνται γύρω του οι κατάλληλες συνθήκες.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας αυτές οι συνθήκες υπήρξαν. Απλώς δεν τις δημιούργησε το πολιτικό σύστημα. Αντίθετα έκανε ότι μπορούσε για να τις επιβαρύνει. Και μόνο όταν παραδέχθηκε την ανεπάρκειά του και παραμέρισε, αυτό που φαινόταν αδύνατο έγινε εφικτό. Οι ελληνικές κυβερνήσεις διεκδίκησαν δυο φορές τους Αγώνες χωρίς να ξέρουν καν για τί πρόκειται. Τη σύνταξη του φακέλου για τους Αγώνες του 1996 είχε αναλάβει ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες, ο αείμνηστος Γιώργος Κανδύλης, με τη συνδρομή νέων Ελλήνων αρχιτεκτόνων όπως ο Πέτρος Συναδινός και την επιχείρηση της διεκδίκησης συντόνιζε ο Σπύρος Μεταξάς. Αλλά η εκατονταετηρίδα δεν ήλθε στην Αθήνα.
Η επιτυχής διεκδίκηση των Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, έχει στην ούγια δυο ονόματα: Θόδωρος και Γιάννα Αγγελοπούλου. Ανέλαβαν να φέρουν τους Αγώνες στην Αθήνα και τους έφεραν. Ήταν ανάληψη αποστολής. Ένα συγκεκριμένο πολιτικό οικονομικό σύστημα ενοχλήθηκε - για λόγους που μπορεί να καταλάβει ο καθένας. Και δεν υπήρξε τυχαίο ότι η κυβέρνηση Σημίτη ανέθεσε την προετοιμασία της διοργάνωσης σε πρόσωπα που οδήγησαν σε αδιέξοδο. Το καλοκαίρι του 2000 η προετοιμασία της διοργάνωσης βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Όλοι αναγνωρίζουν ότι αν η κυβέρνηση δεν ζητούσε εσπευσμένα τη Γιάννα Αγγελοπούλου να επιστρέψει, η κίτρινη κάρτα του Σάμαρανγκ θα είχε γίνει σύντομα κόκκινη. Με ό,τι θα σήμαινε τότε αυτό. Εκείνη τη στιγμή πολλοί έβλεπαν στο πρόσωπό της τον από μηχανής Θεό. Αλλά περισσότεροι πίστευαν ότι αναλαμβάνει το ακατόρθωτο. Κανείς δεν θα την κατηγορούσε αν το αρνούνταν- όπως και κανείς δεν θα τη θεωρούσε υπεύθυνη αν δεν τα κατάφερνε, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Το αποτέλεσμα έγινε παγκοσμίως ορατό το βράδυ της 13ης Αύγουστου 2004.
Δεν υπάρχει καλύτερη ανάμνηση από όσα έγιναν στο Ολυμπιακό Στάδιο εκείνο το βράδυ. Από όσα έγιναν στην Ελλάδα εκείνες τις ημέρες- μέχρι τις 29 Αυγούστου. Από εκεί και πέρα αντί να αρχίσει ο κύκλος της αξιοποίησης της ολυμπιακής επιτυχίας, άρχισε η …αποδόμηση της Γιάννας. Αντί το μοντέλο της επιτροπής «Αθήνα 2004» να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, άρχισαν οι κατηγορίες για την… επιτυχία. Αντί η Αθήνα να γίνει πόλος παγκόσμιας έλξης, κατέληξε στην αυτοδυσφήμηση της, με πολλούς τρόπους. Ορισμένοι μιλούν για το κόστος της διοργάνωσης. Προφανώς έχουν δίκιο: υπερέβη δραματικά τον προϋπολογισμό. Αλλά αυτό δεν είναι θέμα της Γιάννας, ούτε των ανθρώπων που δούλεψαν μετά το 2000 για το τελικό αποτέλεσμα. Έπαιξε με τους κανόνες του παιχνιδιού και απέτρεψε το φιάσκο και εδραίωσε την επιτυχία. Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα;
Προσοχή: Είναι άλλο θέμα αν η Ελλάδα έπρεπε η όχι να διεκδικήσει τους Αγώνες. Μπορεί να μην έπρεπε. Από τη στιγμή όμως που το αποφάσισε και τους ανέλαβε , όφειλε να τους ολοκληρώσει. Διαφορετικά θα οδηγούνταν σε διεθνή διασυρμό. Η υπέρβαση του αρχικού κόστους προήλθε αποκλειστικά από την Πολιτεία. Οι κυβερνήσεις πρώτα αποφάσισαν να διεκδικήσουν τους αγώνες, χωρίς να ξέρουν τι θα κάνουν αν τους πάρουν. Μετά καθυστέρησαν την υλοποίηση των έργων αυτοσχεδιάζοντας. Όταν δεν κάνεις κάτι στην ώρα του, μοιραία θα βρεθείς στο έλεος των εργολάβων. Θα πληρώσεις ακριβότερα για να προλάβεις το χρόνο που τρέχει αντίστροφα. Εκτός αν κάποιοι πιστεύουν ότι εκείνη τη στιγμή θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί η διοργάνωση των Αγώνων. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας: το «πρόβλημα» των Αγώνων, δημιουργήθηκε μετά τους Αγώνες! Μετά την επιτυχία τους για την ακρίβεια – και ίσως γι αυτό δημιουργήθηκε. Και αυτό το πρόβλημα δεν ήταν το κόστος- ήταν ότι η Πολιτεία δεν έκανε όσα όφειλε για να υπερσκελίσει το κόστος. Είναι παράλογο, αλλά δεν έγινε καμιά προσπάθεια για να αξιοποιηθούν οι τεράστιες δυνατότητες που δημιούργησαν στη χώρα οι Αγώνες. Διεκδίκηση- Διοργάνωση και μετά τίποτε. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Όλες οι χώρες που διεκδικούν τους Αγώνες για να ωφεληθούν- και συνήθως ωφελούνται. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε μετά-ολυμπιακή δραστηριότητα. Η επιτυχία έγινε στόχος. Μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν δεν είχε πετύχει κιόλας η διοργάνωση. Οι υποδομές ρήμαξαν και οι άνθρωποι που δούλεψαν για τους Αγώνες δεν αξιοποιήθηκαν. Στο διεθνή χώρο ποτέ δεν κεφαλαιοποιήθηκε η κορυφαία στιγμή για την ακτινοβολία της χώρας. Και στο εσωτερικό ξεχάσθηκαν υποδειγματικές συμπεριφορές, όπως το εκπληκτικό κίνημα των Εθελοντών. Σαν να βάζει κανείς λεφτά σε μια επένδυση, να του αποδίδει και να μην πάει να εισπράξει τα κέρδη του. Η ολυμπιακή επένδυση πήγε καλά, αλλά εγκαταλείφθηκε. Από μια άποψη εγκαταλείφθηκε γιατί …πήγε καλά. Από το πολιτικό σύστημα μόνο ο Γιώργος Παπανδρέου είχε το θάρρος να τιμήσει στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το 2005 την πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής. Αντίθετα ορισμένοι κύκλοι άρχισαν να βλέπουν στο πρόσωπο της Αγγελοπούλου τους εφιάλτες του μέλλοντός τους.
Αυτό όμως δεν μειώνει την επιτυχία, σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες και με τον χρόνο να τρέχει αμείλικτα. Δεν ακυρώνει τη συμπεριφορά των Ελλήνων εκείνες τις ημέρες. Ούτε την αξία της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού από την Οργανωτική Επιτροπή. Άλλωστε η διοργάνωση της Αθήνας υπήρξε υπόδειγμα μάνατζμεντ, όπως ανέδειξαν μόλις πρόσφατα οι καθόλου φιλικοί προς την Ελλάδα Financial Times. Επιπλέον υπάρχει μια αλήθεια που κανείς δεν θέλει να πει, για να μην κατηγορηθεί για πολλά και διάφορα: η οικογένεια Αγγελοπούλου μπήκε σε αυτή την υπόθεση με αποκλειστική πρόθεση να συνεισφέρει. Δεν είχε ούτε έχει επιχειρηματικά συμφέροντα στη χώρα. Δεν το επεδίωξε, της ζητήθηκε. Έδωσε, δεν πήρε. Έλυσε προβλήματα, δεν δημιούργησε. Ότι στη συνέχεια η συνεισφορά επικρίθηκε με αθέμιτα μέσα εντάσσεται στις ιστορίες τρέλας και παραλόγου που καταπονούν διαχρονικά τη χώρα.
Η επιτροπή, «Αθήνα 2004» βρέθηκε να απολογείται γιατί δεν απέτυχε! Και οι ψίθυροι άρχισαν να καταπίνουν τις αλήθειες. Οι δοξασίες για πολιτικές βλέψεις τη Γιάννας, σπατάλες, μυστικά κονδύλια, σκίαζαν κατά καιρούς το εγχείρημα. Αλλά δεν ακύρωσαν την ιστορική αξία του. Αυτό που ακυρώθηκε ήταν το προσδοκώμενο όφελος από την επιτυχία της διοργάνωσης. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν σχεδόν επιδεικτικά δεν αξιοποίησαν ποτέ τον ελληνικό θρίαμβο του 2004. Συγκεκριμένα εσωτερικά συστήματα αισθάνθηκαν απειλούμενα από την επιτυχία, γιατί ανέβαζε τον πήχη. Ίσως αυτό να εννοούσε η πρόεδρος της Επιτροπής «Αθήνα 2004» όταν έλεγε πρόσφατα στο ΒΗmagazino: «Θέλω να κάνω πράγματα, αλλά η Ελλάδα δεν μου επιτρέπει να τα κάνω».
Protagon.gr
Εκείνη η Ελλάδα δεν υπάρχει πια. Και ακόμη χειρότερα: το μεγαλύτερο ελληνικό οργανωτικό επίτευγμα στον εικοστό αιώνα, άρχισε να ενοχοποιείται - όπως ενοχοποιούνται πολλά πράγματα στη χώρα- από την επομένη κιόλας της τελετής λήξης των Αγώνων. Σήμερα μάλιστα κάποιοι το προβάλουν ακόμη και σαν …ατυχή στιγμή. Το μυαλό τους και μια λίρα. Η διοργάνωση των Ελληνικών Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε αντικείμενο θαυμασμού σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και ταυτόχρονα ήταν η -στιγμιαία έστω- αποκάλυψη της ικανότητας του ελληνικού λαού να πειθαρχεί στον σχεδιασμό και να αποδίδει το καλύτερο. Να πρωταγωνιστεί θετικά, όταν δημιουργούνται γύρω του οι κατάλληλες συνθήκες.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας αυτές οι συνθήκες υπήρξαν. Απλώς δεν τις δημιούργησε το πολιτικό σύστημα. Αντίθετα έκανε ότι μπορούσε για να τις επιβαρύνει. Και μόνο όταν παραδέχθηκε την ανεπάρκειά του και παραμέρισε, αυτό που φαινόταν αδύνατο έγινε εφικτό. Οι ελληνικές κυβερνήσεις διεκδίκησαν δυο φορές τους Αγώνες χωρίς να ξέρουν καν για τί πρόκειται. Τη σύνταξη του φακέλου για τους Αγώνες του 1996 είχε αναλάβει ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες, ο αείμνηστος Γιώργος Κανδύλης, με τη συνδρομή νέων Ελλήνων αρχιτεκτόνων όπως ο Πέτρος Συναδινός και την επιχείρηση της διεκδίκησης συντόνιζε ο Σπύρος Μεταξάς. Αλλά η εκατονταετηρίδα δεν ήλθε στην Αθήνα.
Η επιτυχής διεκδίκηση των Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, έχει στην ούγια δυο ονόματα: Θόδωρος και Γιάννα Αγγελοπούλου. Ανέλαβαν να φέρουν τους Αγώνες στην Αθήνα και τους έφεραν. Ήταν ανάληψη αποστολής. Ένα συγκεκριμένο πολιτικό οικονομικό σύστημα ενοχλήθηκε - για λόγους που μπορεί να καταλάβει ο καθένας. Και δεν υπήρξε τυχαίο ότι η κυβέρνηση Σημίτη ανέθεσε την προετοιμασία της διοργάνωσης σε πρόσωπα που οδήγησαν σε αδιέξοδο. Το καλοκαίρι του 2000 η προετοιμασία της διοργάνωσης βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Όλοι αναγνωρίζουν ότι αν η κυβέρνηση δεν ζητούσε εσπευσμένα τη Γιάννα Αγγελοπούλου να επιστρέψει, η κίτρινη κάρτα του Σάμαρανγκ θα είχε γίνει σύντομα κόκκινη. Με ό,τι θα σήμαινε τότε αυτό. Εκείνη τη στιγμή πολλοί έβλεπαν στο πρόσωπό της τον από μηχανής Θεό. Αλλά περισσότεροι πίστευαν ότι αναλαμβάνει το ακατόρθωτο. Κανείς δεν θα την κατηγορούσε αν το αρνούνταν- όπως και κανείς δεν θα τη θεωρούσε υπεύθυνη αν δεν τα κατάφερνε, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Το αποτέλεσμα έγινε παγκοσμίως ορατό το βράδυ της 13ης Αύγουστου 2004.
Δεν υπάρχει καλύτερη ανάμνηση από όσα έγιναν στο Ολυμπιακό Στάδιο εκείνο το βράδυ. Από όσα έγιναν στην Ελλάδα εκείνες τις ημέρες- μέχρι τις 29 Αυγούστου. Από εκεί και πέρα αντί να αρχίσει ο κύκλος της αξιοποίησης της ολυμπιακής επιτυχίας, άρχισε η …αποδόμηση της Γιάννας. Αντί το μοντέλο της επιτροπής «Αθήνα 2004» να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, άρχισαν οι κατηγορίες για την… επιτυχία. Αντί η Αθήνα να γίνει πόλος παγκόσμιας έλξης, κατέληξε στην αυτοδυσφήμηση της, με πολλούς τρόπους. Ορισμένοι μιλούν για το κόστος της διοργάνωσης. Προφανώς έχουν δίκιο: υπερέβη δραματικά τον προϋπολογισμό. Αλλά αυτό δεν είναι θέμα της Γιάννας, ούτε των ανθρώπων που δούλεψαν μετά το 2000 για το τελικό αποτέλεσμα. Έπαιξε με τους κανόνες του παιχνιδιού και απέτρεψε το φιάσκο και εδραίωσε την επιτυχία. Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα;
Προσοχή: Είναι άλλο θέμα αν η Ελλάδα έπρεπε η όχι να διεκδικήσει τους Αγώνες. Μπορεί να μην έπρεπε. Από τη στιγμή όμως που το αποφάσισε και τους ανέλαβε , όφειλε να τους ολοκληρώσει. Διαφορετικά θα οδηγούνταν σε διεθνή διασυρμό. Η υπέρβαση του αρχικού κόστους προήλθε αποκλειστικά από την Πολιτεία. Οι κυβερνήσεις πρώτα αποφάσισαν να διεκδικήσουν τους αγώνες, χωρίς να ξέρουν τι θα κάνουν αν τους πάρουν. Μετά καθυστέρησαν την υλοποίηση των έργων αυτοσχεδιάζοντας. Όταν δεν κάνεις κάτι στην ώρα του, μοιραία θα βρεθείς στο έλεος των εργολάβων. Θα πληρώσεις ακριβότερα για να προλάβεις το χρόνο που τρέχει αντίστροφα. Εκτός αν κάποιοι πιστεύουν ότι εκείνη τη στιγμή θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί η διοργάνωση των Αγώνων. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας: το «πρόβλημα» των Αγώνων, δημιουργήθηκε μετά τους Αγώνες! Μετά την επιτυχία τους για την ακρίβεια – και ίσως γι αυτό δημιουργήθηκε. Και αυτό το πρόβλημα δεν ήταν το κόστος- ήταν ότι η Πολιτεία δεν έκανε όσα όφειλε για να υπερσκελίσει το κόστος. Είναι παράλογο, αλλά δεν έγινε καμιά προσπάθεια για να αξιοποιηθούν οι τεράστιες δυνατότητες που δημιούργησαν στη χώρα οι Αγώνες. Διεκδίκηση- Διοργάνωση και μετά τίποτε. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Όλες οι χώρες που διεκδικούν τους Αγώνες για να ωφεληθούν- και συνήθως ωφελούνται. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε μετά-ολυμπιακή δραστηριότητα. Η επιτυχία έγινε στόχος. Μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν δεν είχε πετύχει κιόλας η διοργάνωση. Οι υποδομές ρήμαξαν και οι άνθρωποι που δούλεψαν για τους Αγώνες δεν αξιοποιήθηκαν. Στο διεθνή χώρο ποτέ δεν κεφαλαιοποιήθηκε η κορυφαία στιγμή για την ακτινοβολία της χώρας. Και στο εσωτερικό ξεχάσθηκαν υποδειγματικές συμπεριφορές, όπως το εκπληκτικό κίνημα των Εθελοντών. Σαν να βάζει κανείς λεφτά σε μια επένδυση, να του αποδίδει και να μην πάει να εισπράξει τα κέρδη του. Η ολυμπιακή επένδυση πήγε καλά, αλλά εγκαταλείφθηκε. Από μια άποψη εγκαταλείφθηκε γιατί …πήγε καλά. Από το πολιτικό σύστημα μόνο ο Γιώργος Παπανδρέου είχε το θάρρος να τιμήσει στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το 2005 την πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής. Αντίθετα ορισμένοι κύκλοι άρχισαν να βλέπουν στο πρόσωπο της Αγγελοπούλου τους εφιάλτες του μέλλοντός τους.
Αυτό όμως δεν μειώνει την επιτυχία, σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες και με τον χρόνο να τρέχει αμείλικτα. Δεν ακυρώνει τη συμπεριφορά των Ελλήνων εκείνες τις ημέρες. Ούτε την αξία της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού από την Οργανωτική Επιτροπή. Άλλωστε η διοργάνωση της Αθήνας υπήρξε υπόδειγμα μάνατζμεντ, όπως ανέδειξαν μόλις πρόσφατα οι καθόλου φιλικοί προς την Ελλάδα Financial Times. Επιπλέον υπάρχει μια αλήθεια που κανείς δεν θέλει να πει, για να μην κατηγορηθεί για πολλά και διάφορα: η οικογένεια Αγγελοπούλου μπήκε σε αυτή την υπόθεση με αποκλειστική πρόθεση να συνεισφέρει. Δεν είχε ούτε έχει επιχειρηματικά συμφέροντα στη χώρα. Δεν το επεδίωξε, της ζητήθηκε. Έδωσε, δεν πήρε. Έλυσε προβλήματα, δεν δημιούργησε. Ότι στη συνέχεια η συνεισφορά επικρίθηκε με αθέμιτα μέσα εντάσσεται στις ιστορίες τρέλας και παραλόγου που καταπονούν διαχρονικά τη χώρα.
Η επιτροπή, «Αθήνα 2004» βρέθηκε να απολογείται γιατί δεν απέτυχε! Και οι ψίθυροι άρχισαν να καταπίνουν τις αλήθειες. Οι δοξασίες για πολιτικές βλέψεις τη Γιάννας, σπατάλες, μυστικά κονδύλια, σκίαζαν κατά καιρούς το εγχείρημα. Αλλά δεν ακύρωσαν την ιστορική αξία του. Αυτό που ακυρώθηκε ήταν το προσδοκώμενο όφελος από την επιτυχία της διοργάνωσης. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν σχεδόν επιδεικτικά δεν αξιοποίησαν ποτέ τον ελληνικό θρίαμβο του 2004. Συγκεκριμένα εσωτερικά συστήματα αισθάνθηκαν απειλούμενα από την επιτυχία, γιατί ανέβαζε τον πήχη. Ίσως αυτό να εννοούσε η πρόεδρος της Επιτροπής «Αθήνα 2004» όταν έλεγε πρόσφατα στο ΒΗmagazino: «Θέλω να κάνω πράγματα, αλλά η Ελλάδα δεν μου επιτρέπει να τα κάνω».
Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου