του Σταύρου Λυγερού
Τα όσα ακολούθησαν τις γερμανικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου διέλυσαν τις ψευδαισθήσεις του διδύμου Σαμαρά – Βενιζέλου για άμεση δρομολόγηση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Δεν στάθηκαν ικανά όμως να τους ωθήσουν σε αλλαγή πλεύσης. Ο ισχυρισμός ότι το Μνημόνιο είναι μονόδρομος χρησιμοποιήθηκε ως προπαγανδιστικό επιχείρημα, αλλά τελικώς αντανακλά και το δικό τους εγκλωβισμό στο μονόδρομο που έχει χαράξει η τρόικα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχουν περιθώρια ουσιαστικής διαπραγμάτευσης. Το μόνο που έκαναν όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν να διαπραγματεύονται το βαθμό οξύτητας της μονοδιάστατης λιτότητας. Αλλά και σε αυτό το επίπεδο ελάχιστα επέτυχαν.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η ασκούμενη πολιτική, αντί να ξαναστήσει την Ελλάδα στα πόδια της, συσσωρεύει οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Η κυβέρνηση Σαμαρά έχει κάνει σημαία της το πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν είναι μόνο ότι αυτό είναι πλασματικό, λόγω του γεγονότος ότι το Δημόσιο χρωστά πάνω από 6 δις σε ιδιώτες. Είναι και ο τρόπος που προέκυψαν αυτά τα δημοσιονομικά αποτελέσματα.
Βάρη
Όταν το κράτος μπορεί πλέον να αφαιρεί από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων τα ποσά ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ επικρέμαται και η απειλή της φυλάκισης, είναι προφανές ότι ο φορολογούμενος υποχρεώνεται να θέσει σε προτεραιότητα την πληρωμή των οφειλών του προς το Δημόσιο. Για πόσο ακόμα όμως θα αντέξει την υπερφορολόγηση;
Οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας και πολλές καταρρέουν. Οι αποταμιεύσεις των μικρομεσαίων στρωμάτων εξανεμίζονται για να χρηματοδοτήσουν τη διαβίωση αλλά και την πληρωμή φόρων. Η δραστική μείωση των εισοδημάτων, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση, αναπόφευκτα πολλαπλασιάζει όχι μόνο τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, αλλά και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Με την αγορά ακινήτων, μάλιστα, να είναι ουσιαστικά παγωμένη και τις τιμές συνεχώς να κατρακυλούν, η ρευστοποίηση ακίνητης περιουσίας δεν προσφέρει αξιοπρεπή λύση.
Τα δημόσια έσοδα είναι βιώσιμα μόνο όταν προέρχονται από μια λογική φορολόγηση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, εάν δηλαδή προέρχονται κυρίως από τον παραγόμενο πλούτο. Με άλλα λόγια δεν μπορεί τα δημόσια οικονομικά να είναι υγιή όταν η πραγματική οικονομία ασφυκτιά και συρρικνώνεται. Η λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας μέσω της υπερφορολόγησης μόνο προσωρινά λύνει το δημοσιονομικό πρόβλημα. Βιώσιμη λύση μπορεί να προκύψει μόνο εάν σπάσει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης, εάν η πραγματική οικονομία αποκτήσει αναπτυξιακή δυναμική.
Μπορεί η κυβέρνηση Σαμαρά να μιλά για ανάπτυξη, αλλά η πολιτική της αποδομεί την πραγματική οικονομία. Αυτό έχει ως συνέπεια όχι μόνο τη δραστική υποβάθμιση του μέσου βιοτικού επιπέδου, αλλά και σοβαρές παρενέργειες στα δημόσια οικονομικά. Ενδεικτική είναι η κατάσταση στο ασφαλιστικό σύστημα. Το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων στο πλαίσιο του PSI λεηλάτησε τα αποθεματικά των ταμείων. Εκτός αυτού, τα έσοδά τους συρρικνώνονται δραστικά λόγω της τεράστιας ανεργίας, της δραστικής μείωσης μισθών, της επεκτεινόμενης μαύρης εργασίας, της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και της αδυναμίας επιχειρήσεων να πληρώσουν εισφορές.
Η απάντηση της κυβέρνησης στο πρόβλημα είναι να συρρικνώνει τις παροχές προς τους ασφαλισμένους. Γενικότερα, κατεδαφίζει το κράτος πρόνοιας σε μια περίοδο που είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο. Οι δραστικές και κατά κανόνα οριζόντιες μειώσεις των δημοσίων δαπανών, άλλωστε, έχουν αποδυναμώσει και σημαντικές λειτουργίες του κράτους. Οι προβλεπόμενες από τον προϋπολογισμό νέες μειώσεις αναμένεται να επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση.
Τα όσα ακολούθησαν τις γερμανικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου διέλυσαν τις ψευδαισθήσεις του διδύμου Σαμαρά – Βενιζέλου για άμεση δρομολόγηση της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Δεν στάθηκαν ικανά όμως να τους ωθήσουν σε αλλαγή πλεύσης. Ο ισχυρισμός ότι το Μνημόνιο είναι μονόδρομος χρησιμοποιήθηκε ως προπαγανδιστικό επιχείρημα, αλλά τελικώς αντανακλά και το δικό τους εγκλωβισμό στο μονόδρομο που έχει χαράξει η τρόικα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχουν περιθώρια ουσιαστικής διαπραγμάτευσης. Το μόνο που έκαναν όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν να διαπραγματεύονται το βαθμό οξύτητας της μονοδιάστατης λιτότητας. Αλλά και σε αυτό το επίπεδο ελάχιστα επέτυχαν.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η ασκούμενη πολιτική, αντί να ξαναστήσει την Ελλάδα στα πόδια της, συσσωρεύει οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Η κυβέρνηση Σαμαρά έχει κάνει σημαία της το πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν είναι μόνο ότι αυτό είναι πλασματικό, λόγω του γεγονότος ότι το Δημόσιο χρωστά πάνω από 6 δις σε ιδιώτες. Είναι και ο τρόπος που προέκυψαν αυτά τα δημοσιονομικά αποτελέσματα.
Βάρη
Όταν το κράτος μπορεί πλέον να αφαιρεί από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων τα ποσά ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ επικρέμαται και η απειλή της φυλάκισης, είναι προφανές ότι ο φορολογούμενος υποχρεώνεται να θέσει σε προτεραιότητα την πληρωμή των οφειλών του προς το Δημόσιο. Για πόσο ακόμα όμως θα αντέξει την υπερφορολόγηση;
Οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας και πολλές καταρρέουν. Οι αποταμιεύσεις των μικρομεσαίων στρωμάτων εξανεμίζονται για να χρηματοδοτήσουν τη διαβίωση αλλά και την πληρωμή φόρων. Η δραστική μείωση των εισοδημάτων, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση, αναπόφευκτα πολλαπλασιάζει όχι μόνο τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, αλλά και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Με την αγορά ακινήτων, μάλιστα, να είναι ουσιαστικά παγωμένη και τις τιμές συνεχώς να κατρακυλούν, η ρευστοποίηση ακίνητης περιουσίας δεν προσφέρει αξιοπρεπή λύση.
Τα δημόσια έσοδα είναι βιώσιμα μόνο όταν προέρχονται από μια λογική φορολόγηση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, εάν δηλαδή προέρχονται κυρίως από τον παραγόμενο πλούτο. Με άλλα λόγια δεν μπορεί τα δημόσια οικονομικά να είναι υγιή όταν η πραγματική οικονομία ασφυκτιά και συρρικνώνεται. Η λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας μέσω της υπερφορολόγησης μόνο προσωρινά λύνει το δημοσιονομικό πρόβλημα. Βιώσιμη λύση μπορεί να προκύψει μόνο εάν σπάσει ο φαύλος κύκλος της ύφεσης, εάν η πραγματική οικονομία αποκτήσει αναπτυξιακή δυναμική.
Μπορεί η κυβέρνηση Σαμαρά να μιλά για ανάπτυξη, αλλά η πολιτική της αποδομεί την πραγματική οικονομία. Αυτό έχει ως συνέπεια όχι μόνο τη δραστική υποβάθμιση του μέσου βιοτικού επιπέδου, αλλά και σοβαρές παρενέργειες στα δημόσια οικονομικά. Ενδεικτική είναι η κατάσταση στο ασφαλιστικό σύστημα. Το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων στο πλαίσιο του PSI λεηλάτησε τα αποθεματικά των ταμείων. Εκτός αυτού, τα έσοδά τους συρρικνώνονται δραστικά λόγω της τεράστιας ανεργίας, της δραστικής μείωσης μισθών, της επεκτεινόμενης μαύρης εργασίας, της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και της αδυναμίας επιχειρήσεων να πληρώσουν εισφορές.
Η απάντηση της κυβέρνησης στο πρόβλημα είναι να συρρικνώνει τις παροχές προς τους ασφαλισμένους. Γενικότερα, κατεδαφίζει το κράτος πρόνοιας σε μια περίοδο που είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο. Οι δραστικές και κατά κανόνα οριζόντιες μειώσεις των δημοσίων δαπανών, άλλωστε, έχουν αποδυναμώσει και σημαντικές λειτουργίες του κράτους. Οι προβλεπόμενες από τον προϋπολογισμό νέες μειώσεις αναμένεται να επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση.
Τέλμα
Χωρίς να παραγνωρίζονται κάποιες σωστές παρεμβάσεις, το συμπέρασμα είναι ότι δεν βρισκόμαστε προς το τέλος μιας επώδυνης αλλά εξυγιαντικής διαδρομής. Αντιθέτως η πραγματική οικονομία βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στο τέλμα, με αποτέλεσμα την καταστροφή υγιούς παραγωγικού ιστού. Με άλλα λόγια, το παραμύθι ότι λίγο ακόμα υπομονή και θα βγούμε από το τούνελ είναι ψέμα και όπως κάθε ψέμα έχει κοντά πόδια.
Στην πραγματικότητα η ασκούμενη πολιτική καταλύει το μικροϊδιοκτητικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές σε έκταση και ένταση πείραμα «κοινωνικής μηχανικής», το οποίο αλλοιώνει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Μπορεί η κυβέρνηση να λειτουργεί ως θλιβερός εφαρμοστής των έξωθεν εντολών, αλλά η τρόικα και το Βερολίνο έχουν σχέδιο. Επιδιώκουν και έχουν εν μέρει καταφέρει να μετατρέψουν την Ελλάδα σε αποικία χρέους στο πλαίσιο της γερμανικής Ευρώπης, σε χώρα φθηνών ευκαιριών για το γερμανικό και ευρύτερα ευρωπαϊκό μεγάλο κεφάλαιο.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ
Χωρίς να παραγνωρίζονται κάποιες σωστές παρεμβάσεις, το συμπέρασμα είναι ότι δεν βρισκόμαστε προς το τέλος μιας επώδυνης αλλά εξυγιαντικής διαδρομής. Αντιθέτως η πραγματική οικονομία βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στο τέλμα, με αποτέλεσμα την καταστροφή υγιούς παραγωγικού ιστού. Με άλλα λόγια, το παραμύθι ότι λίγο ακόμα υπομονή και θα βγούμε από το τούνελ είναι ψέμα και όπως κάθε ψέμα έχει κοντά πόδια.
Στην πραγματικότητα η ασκούμενη πολιτική καταλύει το μικροϊδιοκτητικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές σε έκταση και ένταση πείραμα «κοινωνικής μηχανικής», το οποίο αλλοιώνει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Μπορεί η κυβέρνηση να λειτουργεί ως θλιβερός εφαρμοστής των έξωθεν εντολών, αλλά η τρόικα και το Βερολίνο έχουν σχέδιο. Επιδιώκουν και έχουν εν μέρει καταφέρει να μετατρέψουν την Ελλάδα σε αποικία χρέους στο πλαίσιο της γερμανικής Ευρώπης, σε χώρα φθηνών ευκαιριών για το γερμανικό και ευρύτερα ευρωπαϊκό μεγάλο κεφάλαιο.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου