Ο
πρόεδρος της χώρας που θα μπορούσε να διασώσει την Ευρωζώνη από τη
γερμανική θηριωδία, είναι αδύναμος και δεν απαντά, όπως οφείλει, στις
κακοπροαίρετες κατηγορίες εναντίον της – παρά το ότι είναι οικονομικά σε
καλύτερη θέση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με το ότι η Ελλάδα, στις
διαπραγματεύσεις, κάνει πάρα πολλά λάθη – αφού, εάν αποδεχθεί ένα τρίτο
μνημόνιο για να χρηματοδοτηθεί από την Τρόικα, χωρίς την ονομαστική διαγραφή του χρέους,τότε
θα υποχρεωθεί σε ένα τέταρτο, πέμπτο κοκ., χάνοντας στο διηνεκές την
εθνική της κυριαρχία, τα περιουσιακά της στοιχεία και το χρυσό που
κατέχει (πηγή).
Εάν δε η αντιπολίτευση συνεχίσει να συνηγορεί υπέρ των δανειστών,
τεκμηριώνοντας πως η Ελλάδα παραμένει διαιρεμένη, σε «καθεστώς
διχόνοιας» (άρθρο), τότε το μέλλον μας θα είναι οδυνηρό.
Δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία πως η κυβέρνηση παίζει το παιχνίδι της Γερμανίας, έχοντας χάσει όλους τους συμμάχους της – τους οποίους έχει κερδίσει με το μέρος της η πρωσική κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας τους κυριολεκτικά ως πιόνια στις συζητήσεις με την Ελλάδα, κατά τον προσφιλή της τρόπο: όπως έχει συμβεί στο παρελθόν με διαπραγματεύσεις της εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ όπου, παρά το ότι η Γερμανία ήταν «ρατσιστικά αντίθετη», άφηνε τους άλλους να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα».
Τέλος, δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το ότι, ο γερμανός υπουργός οικονομικών είναι ψυχικά άρρωστος, εάν όχι παρανοϊκός – αφού δεν χάνει ευκαιρία για να επιτεθεί εναντίον της χώρας μας, απομονώνοντας την εντελώς από τις αγορές και τους συμμάχους της. Απώτερος σκοπός του είναι αφενός μεν να δημιουργήσει ένα «παράδειγμα προς αποφυγή» στην Ευρωζώνη, αφετέρου να διασφαλίσει πως η χώρα του δεν θα αναγκασθεί να πληρώσει τις αποζημιώσεις που οφείλει στην Ελλάδα (ανάλυση).
Η ψυχοπάθεια του κ. Σόιμπλε δεν τεκμηριώνεται μόνο από την εχθρική στάση του προς την Ελλάδα αλλά, επίσης, από τις αρρωστημένες επιθέσεις του εναντίον της Γαλλίας, την οποία κατηγορεί συνεχώς για αδυναμία στην επιβολή μεταρρυθμίσεων – παρά το ότι πρόκειται για μία χώρα πρότυπο στην Ευρωζώνη, η οποία είναι σε όλους τους οικονομικούς τομείς καλύτερη από τη Γερμανία, με μία και μοναδική εξαίρεση: τη μη στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων της, κατά το γερμανικό «παράδειγμα προς αποφυγή».
Δυστυχώς όμως ο πρόεδρος της Γαλλίας, της μοναδικής χώρας που θα μπορούσε να διασώσει την Ευρωζώνη από τη γερμανική θηριωδία, είναι αδύναμος πολιτικά και δεν απαντά όπως οφείλει, στις κακοπροαίρετες κατηγορίες εναντίον του – επιτρέποντας στη Γερμανία να επιβάλλει ένα σαδιστικό οικονομικό πρόγραμμα που μόνο την ίδια ωφελεί, καταστρέφοντας όλους τους υπόλοιπους (ανάλυση). Ένα πρόγραμμα που τελικά θα διαλύσει την Ευρωζώνη, εάν η Γαλλία δεν καταφέρει να βρει τον καλό της εαυτό – τοποθετούμενη εναντίον της γερμανικής αλαζονείας.
Σε κάθε περίπτωση, ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας δεν συνειδητοποιεί και δεν ξέρει τι λέει, όταν επικρίνει τις άλλες χώρες – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου ανέφερε πως δεν συμφωνεί με το ότι η χώρα μας έχει ακόμη έναν υψηλότερο βασικό μισθό από ορισμένα άλλα κράτη-μέλη, ενώ ο προϋπολογισμός της εμφανίζει συγκριτικά μεγαλύτερες δαπάνες (πηγή).
Ο ισχυρισμός του αυτός τεκμηριώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την άγνοια του, όσον αφορά την οικονομία – αφού η εντύπωση ότι, σε μία νομισματική ένωση θα πρέπει να επικρατούν όμοιες συνθήκες, είναι απολύτως λανθασμένη. Αυτό που απαιτείται είναι η διατήρηση του πληθωρισμού και των συνισταμένων του στα ίδια επίπεδα με τις άλλες χώρες, καθώς επίσης ένα ανάλογο κόστος ανά μονάδα προϊόντος – απολύτως τίποτα άλλο. Ειδικά όσον αφορά τώρα τη Γαλλία, η οποία πρέπει επιτέλους να αντιδράσει, τα εξής:
Η οικονομική της εικόνα
Ο γερμανός υπουργός οικονομικών δήλωσε πρόσφατα ότι, δεν μπορεί να αναγκάσει κανείς τη Γαλλία και το κοινοβούλιο της να επιβάλλει μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, κατά το παράδειγμα της Ισπανίας! Η τοποθέτηση του αυτή προκάλεσε μεν την οργή των πολιτικών στη χώρα, αλλά η κυβέρνηση της δεν στάθηκε ικανή να απορρίψει καθαρά και τεκμηριωμένα τις ανοησίες του Γερμανού – με στοιχεία ασφαλώς και όχι με λόγια, αφού έχει τη δυνατότητα να αποδείξει πως ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Στα πλαίσια αυτά, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, ο ρυθμός ανάπτυξης της Γαλλίας (πραγματικό ΑΕΠ) ήταν υψηλότερος σε σχέση με τη Γερμανία, έως το ξεκίνημα της κρίσης του 2008 – ενώ, ακόμη και μετά την κρίση, η Γαλλία συνέχισε να αναπτύσσεται καλύτερα.
Η βασική αιτία είναι το ότι, η εσωτερική ζήτηση στη Γαλλία στηρίζεται από μία πολύ πιο σταθερή ιδιωτική κατανάλωση, λόγω του ότι οι πραγματικοί μισθοί στη χώρα συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων – ενώ η εσωτερική κατανάλωση στη Γερμανία είναι χαμηλότερη, έχοντας σχεδόν σταματήσει να αυξάνεται το 2010, εξ αιτίας των χαμηλών μισθών.
Σημαντικότερο είναι όμως το ότι, οι επενδύσεις στη Γαλλία εξελίχθηκαν καλύτερα, από ότι στη Γερμανία – όπου, έως την κρίση του 2008, η απόσταση μεταξύ των δύο χωρών ήταν πολύ μεγάλη (γράφημα: πραγματικές μικτές επενδύσεις). Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι, μία ισορροπημένη συνολική ζήτηση είναι καλύτερη για τις επενδύσεις, σε σχέση με μία ζήτηση που στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές (μερκαντιλισμός). Εκτός αυτού, τεκμηριώνει πως η Γαλλία δεν ζει εις βάρος των εταίρων της, καθώς επίσης του υπόλοιπου πλανήτη, όπως η Γερμανία.
Περαιτέρω, αυτό που μετράει περισσότερο στη σύγκριση μεταξύ δύο χωρών, επειδή συγκεντρώνει όλα τα πλεονεκτήματα μίας οικονομίας, είναι η ωριαίαπαραγωγικότητα των εργαζομένων – η οποία αυξήθηκε στη Γαλλία, όσο ακριβώς και στη Γερμανία (γράφημα).
Με μία πρώτη ματιά, το γεγονός αυτό φαίνεται πως δεν ταιριάζει με τις επενδύσεις – οι οποίες, όπως αναφέραμε, είναι υψηλότερες στη Γαλλία. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αυτό που μετράει είναι ο ρυθμός της αλλαγής, ο οποίος είναι υψηλότερος στη Γαλλία – ενώ σε απόλυτα μεγέθη η παραγωγικότητα της Γαλλίας είναι μεγαλύτερη, από αυτήν της Γερμανίας.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, οι κακεντρεχείς συστάσεις του γερμανού υπουργού οικονομικών, όσον αφορά την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στη Γαλλία, είναι εντελώς λανθασμένες – οπότε εξυπηρετούν έναν διαφορετικό σκοπό.
Επομένως, η χώρα δεν έχει λόγο να κάνει κάτι διαφορετικά, σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν σήμερα – ενώ μέχρι στιγμής, σε πλήρη αντίθεση με τη Γερμανία, αφενός μεν συμπεριφέρεται έντιμα προς τους εταίρους της, αφετέρου εφαρμόζει τους κανόνες της Ευρωζώνης καλύτερα από κάθε άλλη χώρα.
Ειδικότερα, οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων της Γερμανίας, τα δέκα τουλάχιστον πρώτα χρόνια της Ευρωζώνης,ήταν κατά πολύ χαμηλότερες από την αύξηση της παραγωγικότητας τους, όπως έχω αναφέρει πολλές φορές. Αντίθετα, οι αμοιβές των Γάλλων ήταν ακριβώς ανάλογες με την αύξηση της παραγωγικότητας τους – επειδή δεν ήταν και δεν είναι στις προθέσεις της χώρας η υιοθέτηση μίας μερκαντιλιστικής πολιτικής, όπως αυτή της πρωσικής κυβέρνησης.
Η Γαλλία λοιπόν έχει εφαρμόσει μία καθόλα έντιμη οικονομική πολιτική, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει έναν επιθετικό γείτονα – ο οποίος ουσιαστικά συμπεριφέρεται όπως στο παρελθόν, επεκτατικά, με μοναδική διαφορά σήμερα τη χρήση οικονομικών όπλων, αντί στρατιωτικών.
Για να μπορέσει τώρα να αντιμετωπίσει τη Γερμανία, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει μη συμβατικά μέσα – όπως, για παράδειγμα, την επιβολή δασμών στα γερμανικά προϊόντα, στο ύψος ακριβώς της απόστασης των γερμανικών πραγματικών μισθών (15-20%), από την παραγωγικότητα τους. Μόνο τότε θα είχε τη δυνατότητα να εξισορροπήσει το ισοζύγιο της με τη Γερμανία – ενώ δικαιούται να το κάνει, λόγω των αντισυμβατικών ενεργειών της γειτονικής της χώρας.
Ανάλογα θα έπρεπε να συμπεριφερθούν και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης – κάτι που όμως είναι αντίθετο με τους κανόνες της ΕΕ, οπότε μη ρεαλιστικό. Εάν όμως σκεφτεί κανείς πως η συνεχιζόμενη πολιτική εκ μέρους της Γερμανίας οδηγεί στη φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού, στην άνοδο ακραίων πολιτικών παρατάξεων, καθώς επίσης σε εσωτερικές αναταραχές και εξεγέρσεις, τότε δεν θα έπρεπε ίσως να θεωρηθούν τα προστατευτικά μέτρα ταμπού.
Παράλληλα, οφείλει να ερευνηθεί η δυνατότητα της εξόδου όλων των χωρών μαζί από την Ευρωζώνη (ανάλυση), πριν ακόμη προκληθούν ανεπανόρθωτες ζημίες παντού – εναλλακτικά η έξοδος της Γερμανίας, εάν συνεχίσει να μην τηρεί τους κανόνες, όπως τουλάχιστον η Γαλλία.
Βιβλιογραφία: Flassbek, Spiecker
Δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία πως η κυβέρνηση παίζει το παιχνίδι της Γερμανίας, έχοντας χάσει όλους τους συμμάχους της – τους οποίους έχει κερδίσει με το μέρος της η πρωσική κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας τους κυριολεκτικά ως πιόνια στις συζητήσεις με την Ελλάδα, κατά τον προσφιλή της τρόπο: όπως έχει συμβεί στο παρελθόν με διαπραγματεύσεις της εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ όπου, παρά το ότι η Γερμανία ήταν «ρατσιστικά αντίθετη», άφηνε τους άλλους να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα».
Τέλος, δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το ότι, ο γερμανός υπουργός οικονομικών είναι ψυχικά άρρωστος, εάν όχι παρανοϊκός – αφού δεν χάνει ευκαιρία για να επιτεθεί εναντίον της χώρας μας, απομονώνοντας την εντελώς από τις αγορές και τους συμμάχους της. Απώτερος σκοπός του είναι αφενός μεν να δημιουργήσει ένα «παράδειγμα προς αποφυγή» στην Ευρωζώνη, αφετέρου να διασφαλίσει πως η χώρα του δεν θα αναγκασθεί να πληρώσει τις αποζημιώσεις που οφείλει στην Ελλάδα (ανάλυση).
Η ψυχοπάθεια του κ. Σόιμπλε δεν τεκμηριώνεται μόνο από την εχθρική στάση του προς την Ελλάδα αλλά, επίσης, από τις αρρωστημένες επιθέσεις του εναντίον της Γαλλίας, την οποία κατηγορεί συνεχώς για αδυναμία στην επιβολή μεταρρυθμίσεων – παρά το ότι πρόκειται για μία χώρα πρότυπο στην Ευρωζώνη, η οποία είναι σε όλους τους οικονομικούς τομείς καλύτερη από τη Γερμανία, με μία και μοναδική εξαίρεση: τη μη στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων της, κατά το γερμανικό «παράδειγμα προς αποφυγή».
Δυστυχώς όμως ο πρόεδρος της Γαλλίας, της μοναδικής χώρας που θα μπορούσε να διασώσει την Ευρωζώνη από τη γερμανική θηριωδία, είναι αδύναμος πολιτικά και δεν απαντά όπως οφείλει, στις κακοπροαίρετες κατηγορίες εναντίον του – επιτρέποντας στη Γερμανία να επιβάλλει ένα σαδιστικό οικονομικό πρόγραμμα που μόνο την ίδια ωφελεί, καταστρέφοντας όλους τους υπόλοιπους (ανάλυση). Ένα πρόγραμμα που τελικά θα διαλύσει την Ευρωζώνη, εάν η Γαλλία δεν καταφέρει να βρει τον καλό της εαυτό – τοποθετούμενη εναντίον της γερμανικής αλαζονείας.
Σε κάθε περίπτωση, ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας δεν συνειδητοποιεί και δεν ξέρει τι λέει, όταν επικρίνει τις άλλες χώρες – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου ανέφερε πως δεν συμφωνεί με το ότι η χώρα μας έχει ακόμη έναν υψηλότερο βασικό μισθό από ορισμένα άλλα κράτη-μέλη, ενώ ο προϋπολογισμός της εμφανίζει συγκριτικά μεγαλύτερες δαπάνες (πηγή).
Ο ισχυρισμός του αυτός τεκμηριώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την άγνοια του, όσον αφορά την οικονομία – αφού η εντύπωση ότι, σε μία νομισματική ένωση θα πρέπει να επικρατούν όμοιες συνθήκες, είναι απολύτως λανθασμένη. Αυτό που απαιτείται είναι η διατήρηση του πληθωρισμού και των συνισταμένων του στα ίδια επίπεδα με τις άλλες χώρες, καθώς επίσης ένα ανάλογο κόστος ανά μονάδα προϊόντος – απολύτως τίποτα άλλο. Ειδικά όσον αφορά τώρα τη Γαλλία, η οποία πρέπει επιτέλους να αντιδράσει, τα εξής:
Η οικονομική της εικόνα
Ο γερμανός υπουργός οικονομικών δήλωσε πρόσφατα ότι, δεν μπορεί να αναγκάσει κανείς τη Γαλλία και το κοινοβούλιο της να επιβάλλει μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, κατά το παράδειγμα της Ισπανίας! Η τοποθέτηση του αυτή προκάλεσε μεν την οργή των πολιτικών στη χώρα, αλλά η κυβέρνηση της δεν στάθηκε ικανή να απορρίψει καθαρά και τεκμηριωμένα τις ανοησίες του Γερμανού – με στοιχεία ασφαλώς και όχι με λόγια, αφού έχει τη δυνατότητα να αποδείξει πως ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Στα πλαίσια αυτά, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί, ο ρυθμός ανάπτυξης της Γαλλίας (πραγματικό ΑΕΠ) ήταν υψηλότερος σε σχέση με τη Γερμανία, έως το ξεκίνημα της κρίσης του 2008 – ενώ, ακόμη και μετά την κρίση, η Γαλλία συνέχισε να αναπτύσσεται καλύτερα.
Η βασική αιτία είναι το ότι, η εσωτερική ζήτηση στη Γαλλία στηρίζεται από μία πολύ πιο σταθερή ιδιωτική κατανάλωση, λόγω του ότι οι πραγματικοί μισθοί στη χώρα συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων – ενώ η εσωτερική κατανάλωση στη Γερμανία είναι χαμηλότερη, έχοντας σχεδόν σταματήσει να αυξάνεται το 2010, εξ αιτίας των χαμηλών μισθών.
Σημαντικότερο είναι όμως το ότι, οι επενδύσεις στη Γαλλία εξελίχθηκαν καλύτερα, από ότι στη Γερμανία – όπου, έως την κρίση του 2008, η απόσταση μεταξύ των δύο χωρών ήταν πολύ μεγάλη (γράφημα: πραγματικές μικτές επενδύσεις). Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι, μία ισορροπημένη συνολική ζήτηση είναι καλύτερη για τις επενδύσεις, σε σχέση με μία ζήτηση που στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές (μερκαντιλισμός). Εκτός αυτού, τεκμηριώνει πως η Γαλλία δεν ζει εις βάρος των εταίρων της, καθώς επίσης του υπόλοιπου πλανήτη, όπως η Γερμανία.
Περαιτέρω, αυτό που μετράει περισσότερο στη σύγκριση μεταξύ δύο χωρών, επειδή συγκεντρώνει όλα τα πλεονεκτήματα μίας οικονομίας, είναι η ωριαίαπαραγωγικότητα των εργαζομένων – η οποία αυξήθηκε στη Γαλλία, όσο ακριβώς και στη Γερμανία (γράφημα).
Με μία πρώτη ματιά, το γεγονός αυτό φαίνεται πως δεν ταιριάζει με τις επενδύσεις – οι οποίες, όπως αναφέραμε, είναι υψηλότερες στη Γαλλία. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αυτό που μετράει είναι ο ρυθμός της αλλαγής, ο οποίος είναι υψηλότερος στη Γαλλία – ενώ σε απόλυτα μεγέθη η παραγωγικότητα της Γαλλίας είναι μεγαλύτερη, από αυτήν της Γερμανίας.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, οι κακεντρεχείς συστάσεις του γερμανού υπουργού οικονομικών, όσον αφορά την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στη Γαλλία, είναι εντελώς λανθασμένες – οπότε εξυπηρετούν έναν διαφορετικό σκοπό.
Επομένως, η χώρα δεν έχει λόγο να κάνει κάτι διαφορετικά, σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν σήμερα – ενώ μέχρι στιγμής, σε πλήρη αντίθεση με τη Γερμανία, αφενός μεν συμπεριφέρεται έντιμα προς τους εταίρους της, αφετέρου εφαρμόζει τους κανόνες της Ευρωζώνης καλύτερα από κάθε άλλη χώρα.
Επίλογος
Το μοναδικό πρόβλημα της Γαλλίας, όπως επίσης της Ευρωζώνης, είναι η γειτονική της χώρα η οποία, από το ξεκίνημα της νομισματικής ένωσης, δεν έχει τηρήσει απολύτως κανέναν κανόνα – επιβουλευόμενη τους εταίρους της, με τη βοήθεια της εκμετάλλευσης των δικών της εργαζομένων, των Γερμανών.Ειδικότερα, οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων της Γερμανίας, τα δέκα τουλάχιστον πρώτα χρόνια της Ευρωζώνης,ήταν κατά πολύ χαμηλότερες από την αύξηση της παραγωγικότητας τους, όπως έχω αναφέρει πολλές φορές. Αντίθετα, οι αμοιβές των Γάλλων ήταν ακριβώς ανάλογες με την αύξηση της παραγωγικότητας τους – επειδή δεν ήταν και δεν είναι στις προθέσεις της χώρας η υιοθέτηση μίας μερκαντιλιστικής πολιτικής, όπως αυτή της πρωσικής κυβέρνησης.
Η Γαλλία λοιπόν έχει εφαρμόσει μία καθόλα έντιμη οικονομική πολιτική, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει έναν επιθετικό γείτονα – ο οποίος ουσιαστικά συμπεριφέρεται όπως στο παρελθόν, επεκτατικά, με μοναδική διαφορά σήμερα τη χρήση οικονομικών όπλων, αντί στρατιωτικών.
Για να μπορέσει τώρα να αντιμετωπίσει τη Γερμανία, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει μη συμβατικά μέσα – όπως, για παράδειγμα, την επιβολή δασμών στα γερμανικά προϊόντα, στο ύψος ακριβώς της απόστασης των γερμανικών πραγματικών μισθών (15-20%), από την παραγωγικότητα τους. Μόνο τότε θα είχε τη δυνατότητα να εξισορροπήσει το ισοζύγιο της με τη Γερμανία – ενώ δικαιούται να το κάνει, λόγω των αντισυμβατικών ενεργειών της γειτονικής της χώρας.
Ανάλογα θα έπρεπε να συμπεριφερθούν και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης – κάτι που όμως είναι αντίθετο με τους κανόνες της ΕΕ, οπότε μη ρεαλιστικό. Εάν όμως σκεφτεί κανείς πως η συνεχιζόμενη πολιτική εκ μέρους της Γερμανίας οδηγεί στη φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού, στην άνοδο ακραίων πολιτικών παρατάξεων, καθώς επίσης σε εσωτερικές αναταραχές και εξεγέρσεις, τότε δεν θα έπρεπε ίσως να θεωρηθούν τα προστατευτικά μέτρα ταμπού.
Παράλληλα, οφείλει να ερευνηθεί η δυνατότητα της εξόδου όλων των χωρών μαζί από την Ευρωζώνη (ανάλυση), πριν ακόμη προκληθούν ανεπανόρθωτες ζημίες παντού – εναλλακτικά η έξοδος της Γερμανίας, εάν συνεχίσει να μην τηρεί τους κανόνες, όπως τουλάχιστον η Γαλλία.
Βιβλιογραφία: Flassbek, Spiecker
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου