Μέχρι τη χούντα η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείου αποτελούσε ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο. Πανάκριβη ήταν και επωλείτο από φαρμακοποιό σε φαρμακοποιό. Το επάγγελμα γαρ κλειστό. Η χούντα άνοιξε το επάγγελμα και, έτσι, όποιος φαρμακοποιός ήθελε, άνοιγε φαρμακείο, αρκεί να τηρούσε ορισμένη απόσταση από άλλο λειτουργούν φαρμακείο. Γινόταν χαμός μεταξύ φαρμακοποιών που πάσχιζαν να εξασφαλίσουν θέση φαρμακείου δίπλα στο ΙΚΑ ή σε νοσοκομείο δι’ ευνόητους λόγους, εξ ου και τα ακίνητα όπου στεγάζονται τα φαρμακεία πλησίον ΙΚΑ και νοσοκομείων αποφέρουν υψηλότατα μισθώματα στους ιδιοκτήτες των. Ο τζίρος αυτών των φαρμακείων επιδρούσε και επιδρά θετικά και στο real estate.
Κάποτε ήλθε η ώρα άλλης μίας ψηφοθηρικής επινόησης: ο θεσμός του «κληρονομικού φαρμακείου». Αν, δηλαδή, ο αποβιώσας φαρμακοποιός δεν είχε κληρονόμο φαρμακοποιό, μπορούσαν οι κληρονόμοι του να διατηρήσουν το φαρμακείο, αρκεί να προσελάμβαναν υπεύθυνο φαρμακοποιό και να ησχολούντο οι ίδιοι αποκλειστικώς με τα του φαρμακείου [ο δεύτερος όρος, ως είναι ευκόλως αντιληπτόν, δεν ετηρείτο] δίνοντας στον φαρμακοποιό το 50%. [Με αντέγγραφο ο αναζητών εργασία φαρμακοποιός δήλωνε ότι ουδεμίαν απαίτηση έχει επί του φαρμακείου, ήτοι ότι το 50% είναι εικονικό]. Επίσης, επετράπη στους φαρμακοποιούς να ιδρύουν εταιρεία με μη φαρμακοποιό, αρκεί ο μη φαρμακοποιός να είναι σύζυγος ή συγγενής μέχρι δεύτερου βαθμού, ή και με φαρμακοποιό. Μπορούσε, μάλιστα, ο φαρμακοποιός να μετέχει σε δύο εταιρείες φαρμακείων. Για φορολογικούς, προφανώς, λόγους. Ιδού ένα ωραίο παράδειγμα νόμιμης φοροαποφυγής με τις ευλογίες των πολιτικών [η κατανομή των κερδών του φαρμακείου μεταξύ των εταίρων μείωνε τον καταβλητέο φόρο λόγω χαμηλής κλίμακος].
Μολονότι η άδεια λειτουργίας φαρμακείου είχε πάψει πλέον να αποτελεί τόσο σοβαρό περιουσιακό στοιχείο, ώστε η άδεια να ισοδυναμεί με χρυσό, ουδείς απαγόρευε στον συνταξιοδοτούμενο φαρμακοποιό να πουλήσει την επιχείρησή του σε άλλο φαρμακοποιό έναντι σοβαρού ανταλλάγματος. Έλα, όμως, που για να γίνει η μεταβίβαση και να διατηρήσει ο νέος φαρμακοποιός τη θέση τού φαρμακείου τού συνταξιοδοτούμενου έπρεπε να συναινέσει και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος. Αν μεν αυτός συναινούσε, έχει καλώς. Αν όχι, επειδή ήθελε να πάρει και αυτός το κάτι τίς του από το τίμημα πώλησης του φαρμακείου; Έτσι, ήλθε η πολιτεία και εφηύρε τα «συστεγασμένα φαρμακεία». Μπορούσαν δύο και πλέον φαρμακοποιοί να συνενώσουν τα φαρμακεία τους και να έχουν εφημερίες και διανυκτερεύσεις όσες και τα συστεγαζόμενα φαρμακεία. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι τα συστεγασμένα φαρμακεία δεν υπεχρεούντο να τηρούν αποστάσεις από άλλο φαρμακείο, ενώ τα μεμονωμένα φαρμακεία εξακολουθούσαν να υποχρεούνται να τηρούν αποστάσεις και μάλιστα μεγαλύτερες από συστεγασμένα φαρμακεία. Έτσι, λοιπόν, ο φαρμακοποιός που θα αγόραζε το φαρμακείο συστεγαζόταν με τον υπό συνταξιοδότηση πωλητή του φαρμακείου και διατηρούσε το κατάστημα, αφού, μάλιστα, είχε προβλέψει ο νομοθέτης ότι επί συστεγάσεως η μισθωτική σχέση μεταβαίνει αυτοδικαίως στην εταιρεία των συστεγασμένων φαρμακείων και όταν ο ένας από τους δύο συστεγασμένους συνταξιοδοτηθεί, τότε παραμένει στο μίσθιο ο άλλος φαρμακοποιός. Μέγκλα.
Επί εποχής Μνημονίου καταργήθηκαν οι αποστάσεις μεταξύ φαρμακείων, αλλά τέθηκαν περιορισμοί στον αριθμό ίδρυσης φαρμακείων με πληθυσμιακά κριτήρια.
Τώρα οι δανειστές απαιτούν [μετα]ρύθμιση του πολύπλοκου αυτού συστήματος. Όποιος θέλει, να μπορεί να ιδρύει φαρμακείο, αρκεί να απασχολεί υπεύθυνο φαρμακοποιό. Οι φαρμακοποιοί αντιδρούν προβάλλοντας κινδύνους για τη δημόσια υγεία. [Τί έγινε ρε παιδιά με εκείνα τα φάρμακα που βρέθηκαν πεταγμένα σε μια πηγάδα, αν και ήταν πληρωμένα από ασφαλιστικά ταμεία; Εκείνο δε το έθιμο να χορηγούνται καλλυντικά αντί φαρμάκων μας τελείωσε ή όχι; Μη μου πείτε ότι αυτό το έθιμο δεν ισοδυναμούσε με ένα PSI του Ντέπιουτη].
Εγώ δεν θα αντιπαρατεθώ στις αιτιάσεις των φαρμακοποιών που δεν θέλουν να δουν μη φαρμακοποιούς να εισβάλλουν στον κλάδο τους και να υπαλληλοποιούν τους φαρμακοποιούς, αλλά θα θυμίσω ότι κάποτε εταιρείες για παροχή ιατρικών υπηρεσιών μπορούσαν να ιδρύσουν μόνον γιατροί. Στη συνέχεια μπορούσαν οι πάντες [μαρμαράδες, πολυκατοικιάδες, σουβλατζήδες, ιδιοκτήτες νυκτερινών κέντρων κ.λπ.], αρκεί βέβαια να προσλαμβάνουν γιατρούς, οι οποίοι θα προσφέρουν τις ιατρικές υπηρεσίες. Έτσι, γεμίσαμε από διαγνωστικά κέντρα και κλινικές που ανήκουν σε μη ιατρούς.
Γιατί να μη γίνει το ίδιο και με τους φαρμακοποιούς; Προ πάντων, όταν το φάρμακο τελεί υπό διατίμηση και ο ανταγωνισμός δεν πρόκειται να αποφέρει όφελος οικονομικό στον καταναλωτή. Ας αιτιώνται σε κάθε περίπτωση εαυτούς οι φαρμακοποιοί που ανταγωνίζονταν αλλήλους αθεμίτως για την κονόμα και όχι για την υγεία του πολίτη.
Όταν οι φαρμακοποιοί έπρεπε να αντιδράσουν δυναμικά με την είσοδο των γενοσήμων, ρούφηξαν το αυγό τους.
Πάντως, μη μου πείτε ότι το σύστημα της ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείων δεν θυμίζει το ασφαλιστικό μας [και όχι μόνον], το οποίο έραβαν και ξήλωναν οι βολευτές μας για να βολέψουν άγαμες, χήρες ή ζωντοχήρες κ.λπ.*
Έχω αρκετούς φίλους φαρμακοτρίφτες, οι οποίοι θα δυσαρεστηθούν με το κείμενο αυτό. Φίλοι αυτοί, αλλά φιλτάτη η αλήθεια.
Σώτος
*Υπήρξαν και περιπτώσεις, όπου το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις της περίπλοκης νομοθεσίας για τα φαρμακεία, αλλά η άγρυπνη πολιτεία επενέβη αμέσως και ψήφισε νέες διατάξεις στο ίδιο περίπου πνεύμα, ώστε να συνεχίζει να ισχύει αυτό που ήθελε η Διοίκηση και όχι αυτό που έκρινε το ΣτΕ ερμηνεύοντας τις διατάξεις που έθετε η Διοίκηση. Και όχι, βέβαια, για την προστασία του πολίτη, αλλά για την προστασία του φαρμακοποιού.
Κάποτε ήλθε η ώρα άλλης μίας ψηφοθηρικής επινόησης: ο θεσμός του «κληρονομικού φαρμακείου». Αν, δηλαδή, ο αποβιώσας φαρμακοποιός δεν είχε κληρονόμο φαρμακοποιό, μπορούσαν οι κληρονόμοι του να διατηρήσουν το φαρμακείο, αρκεί να προσελάμβαναν υπεύθυνο φαρμακοποιό και να ησχολούντο οι ίδιοι αποκλειστικώς με τα του φαρμακείου [ο δεύτερος όρος, ως είναι ευκόλως αντιληπτόν, δεν ετηρείτο] δίνοντας στον φαρμακοποιό το 50%. [Με αντέγγραφο ο αναζητών εργασία φαρμακοποιός δήλωνε ότι ουδεμίαν απαίτηση έχει επί του φαρμακείου, ήτοι ότι το 50% είναι εικονικό]. Επίσης, επετράπη στους φαρμακοποιούς να ιδρύουν εταιρεία με μη φαρμακοποιό, αρκεί ο μη φαρμακοποιός να είναι σύζυγος ή συγγενής μέχρι δεύτερου βαθμού, ή και με φαρμακοποιό. Μπορούσε, μάλιστα, ο φαρμακοποιός να μετέχει σε δύο εταιρείες φαρμακείων. Για φορολογικούς, προφανώς, λόγους. Ιδού ένα ωραίο παράδειγμα νόμιμης φοροαποφυγής με τις ευλογίες των πολιτικών [η κατανομή των κερδών του φαρμακείου μεταξύ των εταίρων μείωνε τον καταβλητέο φόρο λόγω χαμηλής κλίμακος].
Μολονότι η άδεια λειτουργίας φαρμακείου είχε πάψει πλέον να αποτελεί τόσο σοβαρό περιουσιακό στοιχείο, ώστε η άδεια να ισοδυναμεί με χρυσό, ουδείς απαγόρευε στον συνταξιοδοτούμενο φαρμακοποιό να πουλήσει την επιχείρησή του σε άλλο φαρμακοποιό έναντι σοβαρού ανταλλάγματος. Έλα, όμως, που για να γίνει η μεταβίβαση και να διατηρήσει ο νέος φαρμακοποιός τη θέση τού φαρμακείου τού συνταξιοδοτούμενου έπρεπε να συναινέσει και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος. Αν μεν αυτός συναινούσε, έχει καλώς. Αν όχι, επειδή ήθελε να πάρει και αυτός το κάτι τίς του από το τίμημα πώλησης του φαρμακείου; Έτσι, ήλθε η πολιτεία και εφηύρε τα «συστεγασμένα φαρμακεία». Μπορούσαν δύο και πλέον φαρμακοποιοί να συνενώσουν τα φαρμακεία τους και να έχουν εφημερίες και διανυκτερεύσεις όσες και τα συστεγαζόμενα φαρμακεία. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι τα συστεγασμένα φαρμακεία δεν υπεχρεούντο να τηρούν αποστάσεις από άλλο φαρμακείο, ενώ τα μεμονωμένα φαρμακεία εξακολουθούσαν να υποχρεούνται να τηρούν αποστάσεις και μάλιστα μεγαλύτερες από συστεγασμένα φαρμακεία. Έτσι, λοιπόν, ο φαρμακοποιός που θα αγόραζε το φαρμακείο συστεγαζόταν με τον υπό συνταξιοδότηση πωλητή του φαρμακείου και διατηρούσε το κατάστημα, αφού, μάλιστα, είχε προβλέψει ο νομοθέτης ότι επί συστεγάσεως η μισθωτική σχέση μεταβαίνει αυτοδικαίως στην εταιρεία των συστεγασμένων φαρμακείων και όταν ο ένας από τους δύο συστεγασμένους συνταξιοδοτηθεί, τότε παραμένει στο μίσθιο ο άλλος φαρμακοποιός. Μέγκλα.
Επί εποχής Μνημονίου καταργήθηκαν οι αποστάσεις μεταξύ φαρμακείων, αλλά τέθηκαν περιορισμοί στον αριθμό ίδρυσης φαρμακείων με πληθυσμιακά κριτήρια.
Τώρα οι δανειστές απαιτούν [μετα]ρύθμιση του πολύπλοκου αυτού συστήματος. Όποιος θέλει, να μπορεί να ιδρύει φαρμακείο, αρκεί να απασχολεί υπεύθυνο φαρμακοποιό. Οι φαρμακοποιοί αντιδρούν προβάλλοντας κινδύνους για τη δημόσια υγεία. [Τί έγινε ρε παιδιά με εκείνα τα φάρμακα που βρέθηκαν πεταγμένα σε μια πηγάδα, αν και ήταν πληρωμένα από ασφαλιστικά ταμεία; Εκείνο δε το έθιμο να χορηγούνται καλλυντικά αντί φαρμάκων μας τελείωσε ή όχι; Μη μου πείτε ότι αυτό το έθιμο δεν ισοδυναμούσε με ένα PSI του Ντέπιουτη].
Εγώ δεν θα αντιπαρατεθώ στις αιτιάσεις των φαρμακοποιών που δεν θέλουν να δουν μη φαρμακοποιούς να εισβάλλουν στον κλάδο τους και να υπαλληλοποιούν τους φαρμακοποιούς, αλλά θα θυμίσω ότι κάποτε εταιρείες για παροχή ιατρικών υπηρεσιών μπορούσαν να ιδρύσουν μόνον γιατροί. Στη συνέχεια μπορούσαν οι πάντες [μαρμαράδες, πολυκατοικιάδες, σουβλατζήδες, ιδιοκτήτες νυκτερινών κέντρων κ.λπ.], αρκεί βέβαια να προσλαμβάνουν γιατρούς, οι οποίοι θα προσφέρουν τις ιατρικές υπηρεσίες. Έτσι, γεμίσαμε από διαγνωστικά κέντρα και κλινικές που ανήκουν σε μη ιατρούς.
Γιατί να μη γίνει το ίδιο και με τους φαρμακοποιούς; Προ πάντων, όταν το φάρμακο τελεί υπό διατίμηση και ο ανταγωνισμός δεν πρόκειται να αποφέρει όφελος οικονομικό στον καταναλωτή. Ας αιτιώνται σε κάθε περίπτωση εαυτούς οι φαρμακοποιοί που ανταγωνίζονταν αλλήλους αθεμίτως για την κονόμα και όχι για την υγεία του πολίτη.
Όταν οι φαρμακοποιοί έπρεπε να αντιδράσουν δυναμικά με την είσοδο των γενοσήμων, ρούφηξαν το αυγό τους.
Πάντως, μη μου πείτε ότι το σύστημα της ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείων δεν θυμίζει το ασφαλιστικό μας [και όχι μόνον], το οποίο έραβαν και ξήλωναν οι βολευτές μας για να βολέψουν άγαμες, χήρες ή ζωντοχήρες κ.λπ.*
Έχω αρκετούς φίλους φαρμακοτρίφτες, οι οποίοι θα δυσαρεστηθούν με το κείμενο αυτό. Φίλοι αυτοί, αλλά φιλτάτη η αλήθεια.
Σώτος
*Υπήρξαν και περιπτώσεις, όπου το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις της περίπλοκης νομοθεσίας για τα φαρμακεία, αλλά η άγρυπνη πολιτεία επενέβη αμέσως και ψήφισε νέες διατάξεις στο ίδιο περίπου πνεύμα, ώστε να συνεχίζει να ισχύει αυτό που ήθελε η Διοίκηση και όχι αυτό που έκρινε το ΣτΕ ερμηνεύοντας τις διατάξεις που έθετε η Διοίκηση. Και όχι, βέβαια, για την προστασία του πολίτη, αλλά για την προστασία του φαρμακοποιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου