Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Μερινόπουλος Χρήστος: Ο καλλιτεχνικός συμβολισμός της θείας ενανθρώπισης

[... Ορόσημο τώρα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (3ος αιών), με το δόγμα του, «η Καινή Διαθήκη έχει δυο Παλαιές, τη Βίβλο και την ελληνική φιλοσοφία»...]
Α. Το καίριο ερώτημα.
Δύο είναι τα βασικά στοιχεία όσα χαρακτηρίζουν τον ελληνικό κόσμο και ορίζουν συνάμα το ιδιοπρόσωπο τού ελληνικού πολιτισμού. Ένα είναι ότι πρώτος ο λαός αυτός εισήγαγε στην ανθρώπινη ιστορία ό,τι στη γλώσσα τής φιλοσοφίας ονομάζεται «οντολογική εκδοχή επαλήθευσης τής γνώσης».
Γεγονός που οδηγεί, ως ελληνική πρωταρχή, και στην αναζήτηση τού αληθούς. (Καθώς «οφείλει» να αληθεύει ο βίος! Αληθεύει δε ο βίος όταν κοινωνείται. Συνέπεια δηλ. του «αληθεύειν», για τον ελληνικό τρόπο, καθώς προείπε ο προσωκρατικός Ηράκλειτος, είναι το «κοινωνείν»). Το άλλο είναι η απάντηση στο ερώτημα για την αιτιώδη αρχή τής ύπαρξης.
Το δεύτερο όμως αυτό ερώτημα έμοιαζε αναπάντητο, («κενό στην αρχαιοελληνική οντολογία», κατά τη φιλοσοφική γλώσσα) όσο αιτιώδης αρχή εξακολουθούσε να θεωρείται κάποια (άγνωστη) «αναγκαιότητα», (φύσης ή ουσίας, αδιάφορο). Το αναπάντητο αυτό ερώτημα είχε, και αυτό, την μετοχή του στη σταδιακή παρακμή τού ελληνικού κόσμου, και το (κυριολεκτικώς) έσχατο όριο φθοράς του, όπως παρουσιάστηκε στην εκπνοή τής ελληνιστικής εποχής, στην εσχατιά τής πρώτης π.Χ. χιλιετίας. Σε σημείο μάλιστα που φαινόταν ότι ο ελληνικός πολιτισμός είχε κλείσει πια οριστικά τον κύκλο του, και έμοιαζε φαντασιακή η πιθανότητα επιβίωσής του ως ιστορικού λαού.
Εντούτοις! Και πάλιν οι πνευματικές του παρακαταθήκες αιώνων του λαού αυτού, ενήργησαν και ξανά ως άλλος «από μηχανής θεός»:Η αρχέγονη ροπή του στην αναζήτηση τού αληθούς, «ανέγνωσε», στις αρχές τής πρώτης μ.Χ. χιλιετίας, το άγγελμα που έφερε στον κόσμο η θεία ενανθρώπηση! Το οποίο κατανοήθηκε από τους Έλληνες, αφ’ ενός ως άγγελμα νέου τρόπου αναζήτησης τού αληθούς, καινή πρόταση τρόπου τού «κοινωνείν». Κυρίως όμως, το γεγονός αφ’ εαυτού της (θείας) ενανθρώπησης, τον «φώτισε» ως (θεία) απάντηση στο ερώτημα περί αιτιώδους αρχής της ύπαρξης: Δηλαδή πως Ότι αιτιώδης αρχή της δεν είναι πια μια αφοριστικά προκαθορισμένη Ουσία, αλλά είναι ένα ελεύθερο από οποιαδήποτε αναγκαιότητα φύσης η ουσίας Πρόσωπο!
Η διαπίστωση για τον ελληνικό κόσμο ήταν κυριολεκτικά συγκλονιστική. Και έμελλε να αναγεννήσει νέο μεγάλο πολιτισμό, του ελληνικού τρόπου. Από τον συγκλονισμό αυτό της θείας ενανθρώπησης, ο ελληνισμός, όπως και στις αρχές της πρώτης π.Χ. χιλιετίας, περιήλθε ξανά σε συλλογή τριών αιώνων. Και όπως τότε ξεπήδησε (από τα Μικρασιατικά παράλια) μετά τους τρεις εκείνους (τους «σκοτεινούς») αιώνες το φωτεινό μετέωρο του Ομήρου, που γέννησε τον τρίτο, τον κλασσικό, ελληνικό πολιτισμό, έτσι και τώρα, μετά από τους τρεις πρώτους αιώνες της μ.Χ. χιλιετίας, (από τα Μικρασιατικά βάθη τώρα) ξεπήδησε η φιλόσοφος τριαδική θεολογία των εκκλησιαστικών Πατέρων τής Καππαδοκίας, εκείνη η θεολογία του «προσώπου», που θεμελίωσε τον Χριστιανισμό ως «δόγμα», γεγονός το οποίο έμελλε και να γεννήσει νέο (τον τέταρτο) μεγάλο πολιτισμό, (ακριβέστερα μια νέα φάση ελληνικού τρόπου) εκείνη την υπέρλαμπρη βυζαντινή «εποποιία», τών χιλίων και εκατό χρόνων.
Όπως δε (μας) το δίδαξε η επίσης φιλόσοφος θεολογία τού Ιωάννη Ζηζιούλα, εφόσον αιτιώδης αρχή τού κόσμου πια δεν είναι κάποια αναγκαιότητα, αλλά ένα ελεύθερο απ’ εκείνη πρόσωπο, ο Θεός,αυτός έχει και την ελευθερία να υποστασιάζει το είναι του σε τριάδα προσώπων! Έτσι ο Θεός είναι τώρα πρώτο, κοινωνία  Προσώπων, (έννοια θεμελιακή τού αρχέγονου ελληνικού τρόπου) και δεύτερο, μπορεί πια ο ίδιος άκτιστος Θεός να «υπάρξει» και με τον τρόπο τού κτιστού ανθρώπου. Δηλ. να ενανθρωπιστεί. Από το σημείο εκείνο και πέρα ο Χριστιανισμός ήταν πια ελληνική υπόθεση ως Ορθοδοξία.
Αυτό λοιπόν είναι το άγγελμα τών Χριστουγέννων για τον ελληνικό κόσμο: Το ευ-αγγέλιο τής ελευθερίας τού Θεού, άρα και τής ελευθερίας τού ανθρώπου, από το απ’ αιώνος ανυπέρβλητο όριο (το «μεσότοιχον») που λέγεται θάνατος. Αυτή τη χαρά γιορτάζει η ελληνική Ανατολή την ημέρα τών Χριστουγέννων. Και όχι βέβαια τα χρυσά στολίδια, τα παχουλά αγγελάκια και τα πολλαπλά φωτάκια, τού κόσμου τής δυτικής μεταρωμαϊκής (Φραγκοτευτονικής) Ευρώπης.
 
[ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Βέβαια η διαφορά τών δύο κόσμων δεν είναι μόνο τα «χρυσά στολίδια» τών Χριστουγέννων ΚΛΠ. Είναι αυτή η ερμηνεία τής θείας ενανθρώπησης: Για τη μεταρωμαϊκή Δύση, ο Θεός παράμενε ένα αναγκαίο «ανώτατο ον» νοητικά μόνο, όπως σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς, τού οποίου τις τρεις υποστάσεις (ως προσώπου) ουδέποτε κατανόησε[1]. Ούτε τον τρόπο που υποστασιάζει το πρόσωπό του σε Πατέρα, Υιό και Πνεύμα. Διότι βεβαίως το Ευαγγέλιο τής θείας ενανθρώπησης για τη Δύση προσεγγίζεται νοητικά, και όχι ως εμπειρία, (εκείνη δηλ. η «επαλήθευση τής γνώσης») όπως γίνεται στον ελληνικό κόσμο. Εξ ου και το διαβόητο Filioqueτης δυτικής (μεταρωμαϊκής) εκκλησίας, το οποίο αποτελεί στην ουσία ακύρωση τού τριαδικού θεϊκού προσώπου, και τών υποστάσεών του. Όπως αριστοτεχνικά το ορίζει εκκλησιαστικός συγγραφέας τής Ανατολής, (ο εκ Θεσσαλονίκης Ματθαίος Βλάσταρις, 14ος αιών) το Filioqueείναι επιστροφή «εις την πτωχείαν τής ιουδαϊκής μονοθεΐας»...[2] ]
 
Β. Ο συμβολισμός
Κύριο χαρακτηριστικό εξ άλλου τού ίδιου τού ελληνικού κόσμου, είναι και το γεγονός ότι στην φιλοσοφία του έχει εισαγάγει και το αισθητικό στοιχείο. Όπως και ο «νέος φιλόσοφος», ο Σπύρος Κυριαζόπουλος, είπε «η Ελλάς αντίκρυσε τον κόσμον μορφολογικώς». Αλλά και πριν είκοσι πέντε αιώνες, επίσης προσωκρατικός, ο Παρμενίδης, είχε πει ότι οι απαραίτητο στοιχείο τών ελληνικών θεωριών υπήρξε το γεγονός πως ήσαν «ευκυκλείς». Ήταν λοιπόν αναγκαίο για τον ελληνικό κόσμο, και το γεγονός της θείας ενανθρώπησης, να έχει στον χώρο του και την αισθητική  έκφρασή του, σε μια από τις τέχνες του. Τούτο έγινε από την Αρχιτεκτονική, εκείνη που γέννησε στη φάση αυτού τού τέταρτου πολιτισμού του. Ιδού λοιπόν:
Είναι φυσικά παραδεκτό πως απ’ όλες τις τέχνες η Αρχιτεκτονική είναι εκείνη που, περισσότερο από κάθε άλλη καλείται, με ένα και μοναδικό έργο της να συμβολίσει, στην υπερβατική και ελεύθερη γλώσσα της, καθολικά το πνεύμα τού πολιτισμού μιας εποχής, ή ενός λαού, είτε το έργο της αυτό είναι η πυραμίδα τής Γκίζας, είτε ο γοτθικός ναός τής Κολωνίας. Αν δε αυτό το έργο, μέσα από τη διαλεκτική τής σύνθεσής του, κατορθώσει τον συμβολισμό αυτό να τον εκφράσει κιόλας αισθητικά, τότε, ως κορυφαίο, εκφράζει και μια μεγάλη ώρα τού πολιτισμού!
Είναι παραδεκτό επίσης ότι ο Παρθενώνας, κορυφαίο έργο πολιτισμού, συμβολίζει και τον αρχαίο «ελληνικό τρόπο». Τρόπο αναζήτησης τού αληθούς και τρόπο τού κοινωνείν. Μέθοδο δηλ. κοσμιότητας τού λόγου που γεννά την αρμονία και το κάλλος. Όντως: Ο τρόπος που το μάρμαρο ανορθώνεται, για ν’ αποτελέσει τον κίονα, το κιονόκρανο, τον άβακα,  ή τον θριγκό στον Παρθενώνα, συμβολίζει την, «κατ’ αλήθειαν», δομή το ελληνικού λόγου. Και δεδομένου ότι αυτό γίνεται με την ιδανικά αρμονική κοσμιότητα, συνάμα και τον εκφράζει. Και τον εκφράζει ολοκληρωμένα, όσο κανένα άλλο έργο, είτε ποιητικής είτε γλυπτικής, τέχνης. Και δεν αποτελεί λόγο καινό, ότι ένας πάλι ναός, έργο δηλ. Αρχιτεκτονικής, θα εκαλείτο  να συμβολίσει και το γεγονός τής θείας ενανθρώπισης. Αυτό και γίνεται στην Αγια-Σοφιά, έργο επίσης ελληνικού τρόπου!
Ενώ όμως ο Παρθενώνας, ως προϊόν τού (κατ’ αλήθειαν) συλλογικού βίου, (και δια τής δομής τών μελών του) συμβολίζει το «κοινωνείν», με τον τρόπο τού κοινού αθλήματος τών μετεχόντων στη ζωή τής πόλης, (κατ’ εξοχήν συλλογικού βίου) η Αγια-Σοφιά καλείται να συμβολίσει το νέο «κοινωνείν», (τής ενορίας τού κοινωνούντος βίου)  με τον τρόπο δε τής κοινωνίας τώρα τών τριών προσώπων τού τριαδικού Θεού: Όπως (κατά τους Καπαδόκες Πατέρες) τον ευαγγελίστηκε η θεία ενανθρώπηση[3]. Αυτή δε, χώρια από άλλες ομοιότητες, είναι η βασική συμβολική διαφορά ανάμεσα στους δυο ναούς. Ομοιότητες φυσικά στη διαδικασία γένεσής τους: Ο Παρθενών γεννήθηκε τρεις αιώνες μετά τον Όμηρο, που θεωρείται το συμβατικό ορόσημο γένεσης τής νέας φάσης ελληνικού πολιτισμού, τού κλασικού. Με τον ίδιο τρόπο, η Αγια-Σοφιά γεννήθηκε τρεις πάλι αιώνες, αφότου στον νέο ελληνισμό άρχισε η γένεση νέας φάσης πολιτισμού, τού βυζαντινού. Ορόσημο τώρα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (3ος αιών), με το δόγμα του, «η Καινή Διαθήκη έχει δυο Παλαιές, τη Βίβλο και την ελληνική φιλοσοφία». Δόγμα που υπήρξε προγονικό τής εμφάνισης τών Καπαδόκων Πατέρων τής Εκκλησίας, και τής («ελληνογενούς») τριαδικής θεολογίας τους. Όθεν βεβαίως και εξεπήγασε ο καινός τρόπος τού κοινωνείν, ως Ορθοδοξία.
Αυτόν λοιπόν τον καινό κόσμο, νέου τρόπου κοινωνίας, κοινωνίας τού προσώπου, (κοινωνίας τού ενός από το πνεύμα τού άλλου, μετοχής του ενός στο πνεύμα του άλλου[4]) συμβολίζει και η Αγια-Σοφιά, πάλι με τη γλώσσα του τρόπου που σ’ αυτήν «ανυψώνεται ο λίθος». Γεγονός όμως πουσ’ αυτήν πετυχαίνεται με αντίθετο τρόπο απ’ ότι στον Παρθενώνα. Εκεί το κάθε μέλος του νοείται και ως αυθύπαρκτο: Ο Δωρικός κίων μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένος και καθ’ εαυτόν. Ενώ στην Αγια-Σοφιά τα μέλη έχουν αξία και νοούνται ως μέρη ενός αδιαίρετου συνόλου, και μόνο ως τέτοια αξιολογούνται, και ποτέ καθεαυτά. (Δεν προβάλλουν αλλά υποβάλλουν τη δομή τους.[5])Ο στύλος τής Αγια-Σοφιάς, δεν έχει την τελειότητα εκείνου στον Παρθενώνα. Ούτε την χρειάζεται άλλωστε! Και το κιονόκρανό του, παρότι πρόγονό του έχει το Κορινθιακό, δεν είναι όπως εκείνο ανάγλυφο, αλλά επιπεδόγλυφο επίτηδες. Διότι προορισμός και αυτού, και όλων τών άλλων επάλληλων αρχιτεκτονικών μελών που συνθέτουν τον ναό, δεν είναι να συγκεντρώσουν στον εαυτό τους το ενδιαφέρον τού θεατή. Πράγμα βέβαια θα διασπούσε τη διαλεκτική του συνόλου, εμποδίζοντας, για παράδειγμα, την υποβαλλόμενη κίνηση τού βλέμματος προς τα άνω. Προορισμός τους, όπως και εκείνος τών κοινωνούντων προσώπωντού νέου τρόπου, η «αυτοπροσφορά» στα υπόλοιπα μέλη του ναού, ώστε μέσα από την μετοχή όλων, το σύνολο πια να υποβάλλει αισθητικά την κίνηση τού αισθήματος προς το Ύψος, εκεί όπου αναμένει ολόφωτος, αιωρούμενος πες, ο απέραντος τρούλος, στον υπερκόσμιο χώρο του οποίου, καθώς οι θεατές θα κοινωνούν με τον Θεό, θα κοινωνούν συνάμα και μεταξύ τους. «Ίνα ώσιν εν»... Στον καινό τρόπο του «κοινωνείν»!
 Χάρης   Φεραίος
*Διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας του ΕΜΠ                    
 
[1]. Θυμίζω στον αναγνώστη, ως χαρακτηριστικό της Δυτικής παραξήγησης, και εκείνη τη ρωμαιοκαθολική απόπειρα, περίληψης ως τέταρτου πρόσωπου της Αγίας Τριάδας της …Παναγίας!
[2]. Ακούει τάχα η αυθάδης ημιμάθεια όσων εκάστοτε σαλπίζουν περί «ιουδαιοχριστιανισμού», και όχι ελληνοχριστιανισμού;
[3]. «Ο λόγος σαρκούται, και του Πατρός ου κεχώρισται», αναφωνεί ο υμνωδώς των Χριστουγέννων.
[4]Στον Παρθενώνα, είπαν, η ανύψωση τού λίθου είναι ανθρώπινο άθλημα, στην Αγια-Σοφιά είναι θείο θαύμα.
[5] «Ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς». Ιωάννης 17,11.
 
πρωτοδημοσιεύθηκε στον «Φιλελεύθερο» της Κύπρου στις 31/12/2016
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Παντάνασα του Μυστρά", 1927) είναι έργο του Λυκούργου Κογεβίνα.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια :

petrosdiver

Προς ενημέρωσή σας, να δηλώσω ότι οι απόψεις των συντακτών του ιστολογίου, δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με το περιεχόμενο των άρθρων που αναρτούνται. Η παρούσα ιστοσελίδα ακολουθεί απαρέγγλειτα τον Κώδικα δεοντολογίας των Blogger (ΕΔΩ). Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το petrosdiver ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει. Επίσης διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια. Σας ευχαριστώ για την επίσκεψη και ελπίζω να ωφεληθήκατε από αυτό που διαβάσατε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...