Του Νικολάου Κατσικούλη, Εκπαιδευτικού
Αιδεσιμώτατε,
Κυρίες και Κύριοι,
Χριστός Ανέστη!
Οι πνευματικές διεργασίες που καταλήγουν σε ερμηνείες ιστορικών γεγονότων και οδηγούν σε συμπεράσματα για την τοποθέτησή μας έναντι αυτών, δημιουργούν την ιστορική μνήμη. Αυτή λειτουργεί παραγωγικά εφόσον συνεισφέρει στην αποφυγή λαθών και δυσάρεστων καταστάσεων του παρελθόντος, αλλά και στην οικοδόμηση υγιούς μέλλοντος, στη διατήρηση της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας και στην ορθή τοποθέτησή μας στην πραγματικότητα πλέον της παγκοσμιοποίησης.
Στην Αγία Ευθυμία, ιστορικά τεκμήρια φρικωδών ενεργειών του παρελθόντος, αποτελούν μέχρι τις ημέρες μας τα ερείπια των πυρπολημένων οικιών, κατά το ολοκαύτωμα της 9ης Απριλίου 1943.
Από τον Σεπτέμβριο του 1939, η ανθρωπότητα βιώνει με τραγικό τρόπο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Γερμανικό ναζιστικό καθεστώς, το ιταλικό φασιστικό και οι σύμμαχές τους χώρες, οδηγούν το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου σε μια γενικευμένη και πρωτόγνωρα καταστροφική πολεμική σύρραξη.
Το ελληνικό κράτος δεν αποφεύγει την εμπλοκή του καθώς δε μπορεί να αποδεχθεί τις αξιώσεις της Ιταλίας για ελεύθερη διάβαση των ιταλικών στρατευμάτων από τα ελληνικά εδάφη. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιωάννης Μεταξάς, στην μοιραία συνάντησή του με την ιστορία, απάντησε αρνητικά στον Ιταλό πρεσβευτή, που του κόμισε τις αξιώσεις του Μουσολίνι. Ο ελληνικός λαός προσυπέγραψε το μεγάλο «όχι» του Μεταξά και ο στρατός μας, με ομοψυχία και γενναιότατο φρόνημα προέλασε στο αλβανικό μέτωπο, όπου απέκρουσε επιτυχώς την ιταλική εισβολή, εξευτελίζοντας τον υπερόπτη εισβολέα.
Ο Γερμανός δικτάτορας Χίτλερ, μπροστά στην αποτυχία του Μουσολίνι να καταλάβει την Ελλάδα, έσπευσε να σώσει το κύρος της συμμαχίας τους και με τη σειρά του επετέθη στη χώρα μας την 6ηΑπριλίου 1941. Η ναζιστική επίθεση έκαμψε την υπεράνθρωπη ελληνική αντίσταση και την 27ηΑπριλίου του ιδίου έτους, οι Γερμανοί κατακτητές έφθασαν στην Αθήνα. Έτσι ξεκίνησε το κεφάλαιο της γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής κατοχής της Ελλάδος. Τα δεινά που υπέστη ο λαός μας κατ’ αυτήν την περίοδο δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν στο πραγματικό τους μέγεθος και μάλιστα από ανθρώπους που δεν τα βίωσαν, όπως τους περισσοτέρους από μας.
Παρά την πείνα και τις συνθήκες εξαθλίωσης υπό τις οποίες ζούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, αμέσως οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες αντίστασης κατά των κατακτητών, που εξέφραζαν το αδούλωτο φρόνημα και τον πόθο της ελευθερίας του ελληνικού λαού.
Το χωριό της Αγίας Ευθυμίας την εποχή εκείνη αριθμούσε περί τους 1500 κατοίκους. Η μοίρα έταξε τους Αγιοευθυμιώτες να ζουν σε φτωχό τόπο, που όμως την εποχή εκείνη έκειτο πάνω στον βασικό οδικό άξονα που ένωνε την Ανατολική και τη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Η περιοχή μας ανήκε στην ιταλική ζώνη κατάκτησης.
Το απόγευμα της 7ης Απριλίου του 1943, έφθασε στο χωριό αντάρτικο σώμα 130 ανδρών, υπό τον Καπετάν Νικηφόρο (Δημήτριο Δημητρίου) προκειμένου να μυήσει τους χωριανούς στην αντιστασιακή δράση και στον αγώνα για την ελευθερία. Οι αντάρτες ζήτησαν από τους χωριανούς να τους παραδώσουν τα όπλα που κατείχαν, αλλά δε βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση. Οι άνδρες του Νικηφόρου διανυκτέρευσαν στο χωριό και το πρωί της επομένης, 8ης Απριλίου, ήλθαν σε σύγκρουση με ιταλική φάλαγγα είκοσι αυτοκινήτων, που είχε ταχυδρομική αποστολή και κατεύθυνση την Άμφισσα. Η συμπλοκή έλαβε χώρα στη θέση Λαχίδια. Κατ’ αυτήν επικράτησαν οι αντάρτες με μηδενικές απώλειες. Στον αντίποδα, οι Ιταλοί μέτρησαν νεκρούς, τραυματίες και μεγάλες υλικές ζημιές. Από τα είκοσι ιταλικά οχήματα, δέκα επτά κάηκαν στο πεδίο της συμπλοκής, ένα χτυπήθηκε λίγο παρακάτω από τον χώρο που βρισκόμαστε και μόνο δύο έφθασαν στην Άμφισσα, μεταφέροντας τους επιζώντες Ιταλούς. Οι αντάρτες έφυγαν προς το βουνό και την ίδια νύκτα μετακινήθηκαν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, της επαρχίας μας.
Μετά τη μάχη, δυο γυναίκες, η εξηνταδιάχρονη τότε Αγγελική Παπαϊωάννου, για το χωριό Παπαδογιώργαινα και η νεαρή Χρυσή Τριανταφύλλου, περιέθαλψαν έναν Ιταλό τραυματία, τον Αιμίλιο. Η φρίκη του πολέμου δεν στάθηκε ικανή να καταπνίξει την ανθρωπιά των δύο γυναικών. Αυτή η λεπτομέρεια της ιστορίας υπήρξε στη συνέχεια καθοριστική για την τύχη των κατοίκων του χωριού.
Δεδομένης της πρακτικής των κατακτητών, έπειτα από τέτοιου είδους χτυπήματα να ξεσπούν την οργή τους με αντίποινα κατά των αμάχων, οι άνδρες του χωριού κατέφυγαν στο βουνό, αφού πρώτα προσπάθησαν να περισώσουν ότι ήταν δυνατόν από την περιουσία τους.
Το ίδιο απόγευμα, έφθασε στο χωριό από το Λιδωρίκι, ιταλικό στρατιωτικό τμήμα. Προηγουμένως εκτέλεσαν τους Δημήτριο Λύτρα και Γεώργιο Πατάκα που βρέθηκαν στη διαδρομή τους. Αφού έφθασαν στο χωριό, περισυνέλλεξαν τους ομοεθνείς τους νεκρούς της σύρραξης και τους τραυματίες και πυρπόλησαν το κοινοτικό γραφείο, όπου οι αντάρτες είχαν αναρτήσει την Ελληνική σημαία και είχαν αποθηκεύσει τον λιγοστό οπλισμό που τους είχαν παραδώσει οι κάτοικοι του χωριού.
Η επομένη ημέρα, Παρασκευή, 9η Απριλίου 1943 έμεινε στην ιστορία της Αγίας Ευθυμίας, ως ο μελανότερος σταθμός της. Το ιταλικό στρατιωτικό τμήμα περικύκλωσε το χωριό και συνέλαβε περίπου διακόσιους χωριανούς, κυρίως γυναικόπαιδα και γέροντες. Αφού τους συγκέντρωσαν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται αυτό το μνημείο τούς οδήγησαν στην Άμφισσα. Από εδώ οι αιχμάλωτοι έγιναν μάρτυρες της απ’ άκρου εις άκρον πυρπόλησης του χωριού τους, από τους Ιταλούς.
Το ίδιο πρωί, παράλληλα με την πυρπόληση του χωριού εκτέλεσαν τους Πέτρο Μπαμπαγενέ, Ιωάννη Ντούρο, Ασημάκη Λαλλά (μάλιστα, μπροστά στη γυναίκα και τον γυιό του) και Γεώργιο Τζαβάρα. Στον κατάλογο των θυμάτων του ολοκαυτώματος προστέθηκε ο Ηλίας Ντούρος που πέθανε από εγκεφαλικό, καθώς έβλεπε το σπίτι του να καίγεται.
Στην πορεία των αιχμαλώτων προς την Άμφισσα, στο εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου, εκτέλεσαν τον Ιωάννη Δρόλαπα, που κοντοστάθηκε να ξεκουραστεί.
Στην Άμφισσα συγκέντρωσαν τους αιχμαλώτους στη θέση του κινηματογράφου «Αίγλη». Εκεί εκτέλεσαν τους Νικόλαο Σταθόπουλο, Δημήτριο Λαλλά και Ευθύμιο Δασκαλόπουλο. Την μανία αντεκδικήσεως των κατακτητών, ανέκοψε η προαναφερθείσα Χρυσή Τρυανταφύλλου, που την προηγούμενη ημέρα είχε περιθάλψει μαζί με την Παπαδογιώργαινα τον Ιταλό τραυματία Αιμίλιο. Μπροστά στο διαφαινόμενο τέλος των αιχμαλώτων συγχωριανών της, η Χρυσή Τριανταφύλλου, με πολλή παρρησία κι επιμονή, αξίωσε από τους δεσμώτες της να συναντήσει τον Αιμίλιο, πράγμα που κατάφερε. Στη θέα της ευεργέτιδάς του ο Ιταλός αναφώνησε: siniora mia vita, δηλαδή (κυρία, ζωή μου)! Η Χρυσή ζήτησε την απελευθέρωση όλων των αιχμαλώτων Αγιοευθυμιωτών και όντως χάρη στον αλτρουισμό που είχε επιδείξει, στη φιλαλληλία και στο θάρρος της, αυτή και οι συγχωριανοί της αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στο κατεστραμμένο χωριό τους.
Τελευταίο θύμα της θηριωδίας των κατακτητών στην Αγία Ευθυμία, ο Άγγελος Τζίβας, που εκτελέστηκε ενόσω προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά στο σπίτι του την επομένη της καταστροφής.
Την 10η Απριλίου, η ιταλική στρατιωτική δύναμη πυρπόλησε τη Βουνιχώρα και αφαίρεσε τριάντα μία ανθρώπινες ζωές.
Ο απολογισμός του ολοκαυτώματος της Αγίας Ευθυμίας, σε απώλειες ζωών είναι 12. Από τα 423 σπίτια του χωριού καταστράφηκαν τα 365 ολοσχερώς και άλλα 20 μερικώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον Μάρτιο του 1944, οι Γερμανοί πλέον κατακτητές κατέκαυσαν ό,τι είχε γλυτώσει στο χωριό, χωρίς να σεβασθούν ούτε το ναό του εφόρου των Αγιοευθυμιωτών, Αγίου Ευθυμίου.
Μετά την καταστροφή του ’43, οι χωριανοί, προσκολλημένοι στην πατρώα γη τους, δε μετοίκησαν σε άλλο μέρος για να ξαναχτίσουν τις οικίες και τις ζωές τους, αλλά με πόθο για τη ζωή και πείσμα ενάντια στη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου, ανέστιοι και πένητες πλέον παρέμειναν στο χωριό, εγκαταβιούντες εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις και ταις όπαις της γης, μέχρι που ανασυντάχθηκαν και ύψωσαν σθεναρά τα αναστήματά τους απέναντι στη φθορά και τον θάνατο.
Έχει λεχθεί επανειλημμένως, αλλά χρειάζεται να ξαναειπωθεί. Λαοί που δεν διδάχθηκαν από την Ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν.
Σε χρόνους όπως οι δικοί μας, οπότε μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας πένεται λόγω της οικονομικής κρίσεως και ταυτόχρονα οι εξ ανατολών γείτονές μας, βρυχώνται ως λέοντες καθ’ ημών. Οι από βορρά σφετερίζονται την ιστορία και τον πολιτισμό μας και οι εκ δυσμών σύμμαχοί μας, ίσως δεν επιθυμούν την ευημερία και την απόλυτη αυτοδιάθεσή μας, τιμώντες την επέτειο των εβδομήντα πέντε ετών από το ολοκαύτωμα της Αγίας Ευθυμίας, επόμενοι των Αγιοθυμιωτών και των υπολοίπων Ελλήνων ηρώων, υποσχόμαστε στις παρελθούσες, αλλά περισσότερο στις ερχόμενες γενιές των Ελλήνων, ότι θα διαφυλάξουμε στο ακέραιο την ιερά παρακαταθήκη όσων αγωνίσθηκαν για την ελευθερία και ότι θα κάνουμε ότι μπορούμε, ώστε να μην επιτρέψουμε στο εξής να βιώσει κανείς τις προαναφερθείσες φρικαλεότητες του πολέμου.
Σημείωση: Το παραπάνω αποτελεί το κείμενο της ομιλίας του Νικολάου Κατσικούλη, στις 9 Απριλίου 2018, κατά την Εκδήλωση Μνήμης για την 75η επέτειο από την πυρπόληση της Αγίας Ευθυμίας (9 Απριλίου 1943) από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής.
Αιδεσιμώτατε,
Κυρίες και Κύριοι,
Χριστός Ανέστη!
Οι πνευματικές διεργασίες που καταλήγουν σε ερμηνείες ιστορικών γεγονότων και οδηγούν σε συμπεράσματα για την τοποθέτησή μας έναντι αυτών, δημιουργούν την ιστορική μνήμη. Αυτή λειτουργεί παραγωγικά εφόσον συνεισφέρει στην αποφυγή λαθών και δυσάρεστων καταστάσεων του παρελθόντος, αλλά και στην οικοδόμηση υγιούς μέλλοντος, στη διατήρηση της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας και στην ορθή τοποθέτησή μας στην πραγματικότητα πλέον της παγκοσμιοποίησης.
Στην Αγία Ευθυμία, ιστορικά τεκμήρια φρικωδών ενεργειών του παρελθόντος, αποτελούν μέχρι τις ημέρες μας τα ερείπια των πυρπολημένων οικιών, κατά το ολοκαύτωμα της 9ης Απριλίου 1943.
Από τον Σεπτέμβριο του 1939, η ανθρωπότητα βιώνει με τραγικό τρόπο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Γερμανικό ναζιστικό καθεστώς, το ιταλικό φασιστικό και οι σύμμαχές τους χώρες, οδηγούν το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου σε μια γενικευμένη και πρωτόγνωρα καταστροφική πολεμική σύρραξη.
Το ελληνικό κράτος δεν αποφεύγει την εμπλοκή του καθώς δε μπορεί να αποδεχθεί τις αξιώσεις της Ιταλίας για ελεύθερη διάβαση των ιταλικών στρατευμάτων από τα ελληνικά εδάφη. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιωάννης Μεταξάς, στην μοιραία συνάντησή του με την ιστορία, απάντησε αρνητικά στον Ιταλό πρεσβευτή, που του κόμισε τις αξιώσεις του Μουσολίνι. Ο ελληνικός λαός προσυπέγραψε το μεγάλο «όχι» του Μεταξά και ο στρατός μας, με ομοψυχία και γενναιότατο φρόνημα προέλασε στο αλβανικό μέτωπο, όπου απέκρουσε επιτυχώς την ιταλική εισβολή, εξευτελίζοντας τον υπερόπτη εισβολέα.
Ο Γερμανός δικτάτορας Χίτλερ, μπροστά στην αποτυχία του Μουσολίνι να καταλάβει την Ελλάδα, έσπευσε να σώσει το κύρος της συμμαχίας τους και με τη σειρά του επετέθη στη χώρα μας την 6ηΑπριλίου 1941. Η ναζιστική επίθεση έκαμψε την υπεράνθρωπη ελληνική αντίσταση και την 27ηΑπριλίου του ιδίου έτους, οι Γερμανοί κατακτητές έφθασαν στην Αθήνα. Έτσι ξεκίνησε το κεφάλαιο της γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής κατοχής της Ελλάδος. Τα δεινά που υπέστη ο λαός μας κατ’ αυτήν την περίοδο δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν στο πραγματικό τους μέγεθος και μάλιστα από ανθρώπους που δεν τα βίωσαν, όπως τους περισσοτέρους από μας.
Παρά την πείνα και τις συνθήκες εξαθλίωσης υπό τις οποίες ζούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, αμέσως οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες αντίστασης κατά των κατακτητών, που εξέφραζαν το αδούλωτο φρόνημα και τον πόθο της ελευθερίας του ελληνικού λαού.
Το χωριό της Αγίας Ευθυμίας την εποχή εκείνη αριθμούσε περί τους 1500 κατοίκους. Η μοίρα έταξε τους Αγιοευθυμιώτες να ζουν σε φτωχό τόπο, που όμως την εποχή εκείνη έκειτο πάνω στον βασικό οδικό άξονα που ένωνε την Ανατολική και τη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Η περιοχή μας ανήκε στην ιταλική ζώνη κατάκτησης.
Το απόγευμα της 7ης Απριλίου του 1943, έφθασε στο χωριό αντάρτικο σώμα 130 ανδρών, υπό τον Καπετάν Νικηφόρο (Δημήτριο Δημητρίου) προκειμένου να μυήσει τους χωριανούς στην αντιστασιακή δράση και στον αγώνα για την ελευθερία. Οι αντάρτες ζήτησαν από τους χωριανούς να τους παραδώσουν τα όπλα που κατείχαν, αλλά δε βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση. Οι άνδρες του Νικηφόρου διανυκτέρευσαν στο χωριό και το πρωί της επομένης, 8ης Απριλίου, ήλθαν σε σύγκρουση με ιταλική φάλαγγα είκοσι αυτοκινήτων, που είχε ταχυδρομική αποστολή και κατεύθυνση την Άμφισσα. Η συμπλοκή έλαβε χώρα στη θέση Λαχίδια. Κατ’ αυτήν επικράτησαν οι αντάρτες με μηδενικές απώλειες. Στον αντίποδα, οι Ιταλοί μέτρησαν νεκρούς, τραυματίες και μεγάλες υλικές ζημιές. Από τα είκοσι ιταλικά οχήματα, δέκα επτά κάηκαν στο πεδίο της συμπλοκής, ένα χτυπήθηκε λίγο παρακάτω από τον χώρο που βρισκόμαστε και μόνο δύο έφθασαν στην Άμφισσα, μεταφέροντας τους επιζώντες Ιταλούς. Οι αντάρτες έφυγαν προς το βουνό και την ίδια νύκτα μετακινήθηκαν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, της επαρχίας μας.
Μετά τη μάχη, δυο γυναίκες, η εξηνταδιάχρονη τότε Αγγελική Παπαϊωάννου, για το χωριό Παπαδογιώργαινα και η νεαρή Χρυσή Τριανταφύλλου, περιέθαλψαν έναν Ιταλό τραυματία, τον Αιμίλιο. Η φρίκη του πολέμου δεν στάθηκε ικανή να καταπνίξει την ανθρωπιά των δύο γυναικών. Αυτή η λεπτομέρεια της ιστορίας υπήρξε στη συνέχεια καθοριστική για την τύχη των κατοίκων του χωριού.
Δεδομένης της πρακτικής των κατακτητών, έπειτα από τέτοιου είδους χτυπήματα να ξεσπούν την οργή τους με αντίποινα κατά των αμάχων, οι άνδρες του χωριού κατέφυγαν στο βουνό, αφού πρώτα προσπάθησαν να περισώσουν ότι ήταν δυνατόν από την περιουσία τους.
Το ίδιο απόγευμα, έφθασε στο χωριό από το Λιδωρίκι, ιταλικό στρατιωτικό τμήμα. Προηγουμένως εκτέλεσαν τους Δημήτριο Λύτρα και Γεώργιο Πατάκα που βρέθηκαν στη διαδρομή τους. Αφού έφθασαν στο χωριό, περισυνέλλεξαν τους ομοεθνείς τους νεκρούς της σύρραξης και τους τραυματίες και πυρπόλησαν το κοινοτικό γραφείο, όπου οι αντάρτες είχαν αναρτήσει την Ελληνική σημαία και είχαν αποθηκεύσει τον λιγοστό οπλισμό που τους είχαν παραδώσει οι κάτοικοι του χωριού.
Η επομένη ημέρα, Παρασκευή, 9η Απριλίου 1943 έμεινε στην ιστορία της Αγίας Ευθυμίας, ως ο μελανότερος σταθμός της. Το ιταλικό στρατιωτικό τμήμα περικύκλωσε το χωριό και συνέλαβε περίπου διακόσιους χωριανούς, κυρίως γυναικόπαιδα και γέροντες. Αφού τους συγκέντρωσαν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται αυτό το μνημείο τούς οδήγησαν στην Άμφισσα. Από εδώ οι αιχμάλωτοι έγιναν μάρτυρες της απ’ άκρου εις άκρον πυρπόλησης του χωριού τους, από τους Ιταλούς.
Το ίδιο πρωί, παράλληλα με την πυρπόληση του χωριού εκτέλεσαν τους Πέτρο Μπαμπαγενέ, Ιωάννη Ντούρο, Ασημάκη Λαλλά (μάλιστα, μπροστά στη γυναίκα και τον γυιό του) και Γεώργιο Τζαβάρα. Στον κατάλογο των θυμάτων του ολοκαυτώματος προστέθηκε ο Ηλίας Ντούρος που πέθανε από εγκεφαλικό, καθώς έβλεπε το σπίτι του να καίγεται.
Στην πορεία των αιχμαλώτων προς την Άμφισσα, στο εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου, εκτέλεσαν τον Ιωάννη Δρόλαπα, που κοντοστάθηκε να ξεκουραστεί.
Στην Άμφισσα συγκέντρωσαν τους αιχμαλώτους στη θέση του κινηματογράφου «Αίγλη». Εκεί εκτέλεσαν τους Νικόλαο Σταθόπουλο, Δημήτριο Λαλλά και Ευθύμιο Δασκαλόπουλο. Την μανία αντεκδικήσεως των κατακτητών, ανέκοψε η προαναφερθείσα Χρυσή Τρυανταφύλλου, που την προηγούμενη ημέρα είχε περιθάλψει μαζί με την Παπαδογιώργαινα τον Ιταλό τραυματία Αιμίλιο. Μπροστά στο διαφαινόμενο τέλος των αιχμαλώτων συγχωριανών της, η Χρυσή Τριανταφύλλου, με πολλή παρρησία κι επιμονή, αξίωσε από τους δεσμώτες της να συναντήσει τον Αιμίλιο, πράγμα που κατάφερε. Στη θέα της ευεργέτιδάς του ο Ιταλός αναφώνησε: siniora mia vita, δηλαδή (κυρία, ζωή μου)! Η Χρυσή ζήτησε την απελευθέρωση όλων των αιχμαλώτων Αγιοευθυμιωτών και όντως χάρη στον αλτρουισμό που είχε επιδείξει, στη φιλαλληλία και στο θάρρος της, αυτή και οι συγχωριανοί της αφέθηκαν ελεύθεροι να επιστρέψουν στο κατεστραμμένο χωριό τους.
Τελευταίο θύμα της θηριωδίας των κατακτητών στην Αγία Ευθυμία, ο Άγγελος Τζίβας, που εκτελέστηκε ενόσω προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά στο σπίτι του την επομένη της καταστροφής.
Την 10η Απριλίου, η ιταλική στρατιωτική δύναμη πυρπόλησε τη Βουνιχώρα και αφαίρεσε τριάντα μία ανθρώπινες ζωές.
Ο απολογισμός του ολοκαυτώματος της Αγίας Ευθυμίας, σε απώλειες ζωών είναι 12. Από τα 423 σπίτια του χωριού καταστράφηκαν τα 365 ολοσχερώς και άλλα 20 μερικώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον Μάρτιο του 1944, οι Γερμανοί πλέον κατακτητές κατέκαυσαν ό,τι είχε γλυτώσει στο χωριό, χωρίς να σεβασθούν ούτε το ναό του εφόρου των Αγιοευθυμιωτών, Αγίου Ευθυμίου.
Μετά την καταστροφή του ’43, οι χωριανοί, προσκολλημένοι στην πατρώα γη τους, δε μετοίκησαν σε άλλο μέρος για να ξαναχτίσουν τις οικίες και τις ζωές τους, αλλά με πόθο για τη ζωή και πείσμα ενάντια στη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου, ανέστιοι και πένητες πλέον παρέμειναν στο χωριό, εγκαταβιούντες εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις και ταις όπαις της γης, μέχρι που ανασυντάχθηκαν και ύψωσαν σθεναρά τα αναστήματά τους απέναντι στη φθορά και τον θάνατο.
Έχει λεχθεί επανειλημμένως, αλλά χρειάζεται να ξαναειπωθεί. Λαοί που δεν διδάχθηκαν από την Ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν.
Σε χρόνους όπως οι δικοί μας, οπότε μεγάλο μέρος του πληθυσμού μας πένεται λόγω της οικονομικής κρίσεως και ταυτόχρονα οι εξ ανατολών γείτονές μας, βρυχώνται ως λέοντες καθ’ ημών. Οι από βορρά σφετερίζονται την ιστορία και τον πολιτισμό μας και οι εκ δυσμών σύμμαχοί μας, ίσως δεν επιθυμούν την ευημερία και την απόλυτη αυτοδιάθεσή μας, τιμώντες την επέτειο των εβδομήντα πέντε ετών από το ολοκαύτωμα της Αγίας Ευθυμίας, επόμενοι των Αγιοθυμιωτών και των υπολοίπων Ελλήνων ηρώων, υποσχόμαστε στις παρελθούσες, αλλά περισσότερο στις ερχόμενες γενιές των Ελλήνων, ότι θα διαφυλάξουμε στο ακέραιο την ιερά παρακαταθήκη όσων αγωνίσθηκαν για την ελευθερία και ότι θα κάνουμε ότι μπορούμε, ώστε να μην επιτρέψουμε στο εξής να βιώσει κανείς τις προαναφερθείσες φρικαλεότητες του πολέμου.
Σημείωση: Το παραπάνω αποτελεί το κείμενο της ομιλίας του Νικολάου Κατσικούλη, στις 9 Απριλίου 2018, κατά την Εκδήλωση Μνήμης για την 75η επέτειο από την πυρπόληση της Αγίας Ευθυμίας (9 Απριλίου 1943) από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου