«Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν έχει ιδιωτικά
πανεπιστήμια, την ίδια στιγμή που ακόμη και η Βόρεια Κορέα έχει», είπε ο
Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συζήτηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος στη Βουλή, την προηγούμενη εβδομάδα, κατηγορώντας τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα,
ότι δεν βρήκε να πει κουβέντα για το γεγονός ότι «δεκάδες χιλιάδες
φοιτητές επιλέγουν να σπουδάσουν σε ιδιωτικά ακαδημαϊκά ιδρύματα στο
εξωτερικό και χιλιάδες καθηγητές να εργαστούν σε αυτά».
Την ίδια στιγμή, που ο πρόεδρος της Βουλής έλεγε και ξαναέλεγε εμφατικά ότι για τη ΝΔ η δημόσια Παιδεία είναι «αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα», το κόμμα του πρότεινε την αλλαγή του άρθρου 16 που ορίζει ότι η δημόσια ανώτατη εκπαίδευση είναι δωρεάν για όλους τους πολίτες και παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, καθώς και ότι η διδασκαλία και η έρευνα είναι ελεύθερες. Μην έχοντας τις απαραίτητες ψήφους για να περάσει την πρόταση, η ΝΔ μάλιστα επιχείρησε να κάνει μια «ντρίπλα» προτείνοντας να αφαιρεθεί η αναφορά σε μη ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και να παραμείνει η φράση μη κερδοσκοπικά, ώστε όταν βρεθεί στα πράγματα, να μπορέσει να ανοίξει το παράθυρο της εμπορευματοποίησης της Παιδείας και να τα βάλει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στο παιχνίδι από την πίσω πόρτα.
Μετά το «όχι» της Βουλής, όμως, η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα παραμείνει δημόσια και επί ίσοις όροις προσβάσιμη σε όλους, ελεύθερη κι όχι νεοφιλελεύθερη, καθώς μια ενδεχόμενη τροποποίηση του άρθρου 16 δεν θα ήταν τίποτε άλλο από τη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού σε μια από τις πιο άγριες μορφές του.
Και το άγριο αυτό πρόσωπο της εμπορευματοποίησης της ανώτατης Παιδείας μπορεί εύκολα να το δει κανείς στην αποτυχία των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Πορτογαλία, στην εκτόξευση των διδάκτρων που φόρτωσαν με υπέρογκα δάνεια τους φοιτητές στις ΗΠΑ, στα think tanks, τις εταιρείες και τους μεγάλους οργανισμούς που οικειοποιήθηκαν κι αποικιοκράτησαν την έρευνα αλλά και στο χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων που αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στην εκπαιδευτική αγορά αλλά και στην αγορά εργασίας.
Μερικές κουβέντες για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια
Όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης πράγματι πολλοί νέοι επιλέγουν κάθε χρόνο να μεταναστεύσουν εκτός συνόρων για να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Αυτό που δεν εξήγησε όμως είναι το γιατί το κάνουν. Θέλουν να σπουδάσουν στο αντικείμενο της σχολής πρώτης προτίμησης στην οποία δεν κατάφεραν να εισαχθούν, να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα σπουδών που δεν προσφέρει το ελληνικό πανεπιστήμιο ή να αποκτήσουν χωρίς τον κάματο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ένα οποιοδήποτε πτυχίο που θα αυξήσει τις πιθανότητες τους στην αγορά εργασίας; Όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση δεν είναι σίγουρα το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. Κι αυτό γιατί στην μεν πρώτη περίπτωση πρέπει να αναλογιστεί κανείς πώς μια μέση οικογένεια, που δύσκολα αντέχει το βάρος των φροντιστηρίων για μία ακόμη χρονιά ώστε να ξαναδώσει το παιδί της Πανελλήνιες, θα αντέξει να χρηματοδοτήσει το κόστος διαβίωσης ενός φοιτητή στο εξωτερικό, στη δεύτερη η απάντηση είναι πως πρέπει να γίνουν ενέργειες ώστε να αναβαθμιστεί και να εκσυγχρονιστεί η δημόσια Παιδεία κι όχι να αναπληρώσει η αγορά τα κρατικά κενά και στην τρίτη ότι τελικά η εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης στοχεύει άμεσα στη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της οικονομικής ελίτ και των φτωχών.
Το γεγονός μάλιστα ότι πολλοί νέοι ξεκινούν το ταξίδι τους για το εξωτερικό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτό έχει ως τελικό προορισμό ένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. Στην Ευρώπη, η παράδοση της δωρεάν Παιδείας κρατάει ακόμη σθεναρή αντίσταση στην επέλαση της νεοφιλελεύθερης άλωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ακόμα και στη Γερμανία η μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι δωρεάν όπως και στην Ελλάδα. Στη χώρα λειτουργούν 83 ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπου σπουδάζει μόλις το 1% των Γερμανών φοιτητών, δεν επιστημονικής αναγνώρισης και πολλά είτε έκλεισαν ήδη, είτε οδηγούνται σε κλείσιμο. Μέχρι και στον οικονομικό παράδεισο της Ελβετίας τα δίδακτρα τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι τόσο χαμηλά που είναι σχεδόν σαν να είναι δωρεάν.
Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η Αγγλία, όπου τα δίδακτρα θεσπίστηκαν για πρώτη φορά στα δημόσια Πανεπιστήμια το 1998 από την κυβέρνηση του Tony Blair και ορίστηκαν στις 1.000 λίρες και σήμερα έχουν ξεπερνάει κατά μέσο όρο το όριο των 10.000 λιρών. Μάλιστα στην Βρετανία τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στα οποία καταλήγει η πλειοψηφία των Ελλήνων φοιτητών – μεταναστών μετρώνται στα δάχτυλα και είναι δύσκολο ακόμη και να ανακαλέσει κανένας το όνομά τους, καθώς δεν κατέχουν εξέχουσα θέση στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Η αποτυχία της Πορτογαλίας
Η περίπτωση της Πορτογαλίας είναι ένα πολύ ενδεικτικό παράδειγμα που αποδεικνύει γιατί τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια είναι μια πολύ κακή ιδέα, ακόμα κι αν ξεκινήσουν σαν μια καλή ιδέα.
Επί Σαλαζάρ και Καετάνο η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν ένα προνόμιο κυρίως για την ελίτ και τους οπαδούς τους. Μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων το 1974 κι εν μέσω των θυελλωδών πολιτικών της απόνερων, το νέο Σύνταγμα της χώρας έδωσε το θεσμικό πράσινο φως για την ίδρυση ιδιωτικών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Ο ξεριζωμός των θιασωτών του διδακτορικού καθεστώτος από τις έδρες των «ναών» της εκπαίδευσης, οι αλλαγές στα εκπαιδευτικά προγράμματα, ο μικρός αριθμός των δημοσίων Πανεπιστημίων αλλά και το αίτημα για μεγαλύτερη πρόσβαση στην ανώτατη Παιδεία έκανε τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια να φαντάζουν ως την ιδανική λύση που θα διασφάλιζε τόσο την ποιότητα των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών (αν και σε αυτά βρήκαν στέγη τα πλέον συντηρητικά στοιχεία της ακαδημαϊκής κοινότητας που είχαν εκδιωχθεί από τα δημόσια μετά την πτώση του καθεστώτος), όσο και την ποσότητά τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είχαν ξεφυτρώσει σαν τα μανιτάρια, φτάνοντας να είναι εκατοντάδες! Πολιτικοί που εργαλειοποίησαν ιδεολογικά την ίδρυση των συγκεκριμένων πανεπιστημίων τα συνέδεσαν με την δημοκρατία αλλά και την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Στην προσπάθεια τους μάλιστα να ενδυναμώσουν την στροφή προς την εκπαίδευση της αγοράς, πήραν μια σειρά αποφάσεων όπως το να ρίξουν δραματικά τις βάσεις για την εισαγωγή στα δημόσια Πανεπιστήμια και να δημιουργήσουν τεχνητή υπερκάλυψη των θέσεων σε αυτά και ταυτόχρονα έδωσαν τη δυνατότητα στους καθηγητές να απασχολούνται παράλληλα τόσο στους δημόσιους όσο και στους ιδιωτικούς φορείς ώστε να δώσουν ώθηση στην ταχεία διεύρυνση του εγχειρήματός τους. Τα δίδακτρα όπως ήταν φυσικό εκτινάχθηκαν ανάλογα με τη ζήτηση. Οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς γαρ...
Βόηθησε αυτό την ανάπτυξη; Καθόλου!
Ως προς το κοινωνικό σκέλος, η ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όχι μόνο δεν διεύρυνε το επιστημονικό προσφερόμενο πεδίο αλλά περιορίστηκε σε γνωστικά πεδία χαµηλού κόστους. Επίσης παρατηρήθηκε ένας συγκεντρωτισμός στα αστικά κέντρα που οδήγησε σε μαρασμό την Περιφέρεια. Μάλιστα όταν η προσφορά θέσεων ξεπέρασε τη ζήτηση το κράτος θα καλούνταν να ενισχύσει τη φούσκα που έχτισε, συντηρώντας τη λειτουργία τους μέσω υποτροφιών.
Η μεγαλύτερη όμως αποτυχία της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης Παιδείας στην Πορτογαλία θα ήταν η παντελής έλλειψη κύρους της, καθώς όπως ήταν φυσικό συνδιαλέχθηκε με την ελίτ των πελατών της, δημιουργώντας στρατιές αρίστων που ήταν άριστοι μόνο και μόνο επειδή είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν πτυχία.
Λαμπρό παράδειγμα ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Ζοζέ Σόκρατες, ο οποίος μάλιστα κατέληξε στη φυλακή για μίζες. Το 1979 απέκτησε το πτυχίο τεχνικού πολιτικού μηχανικού από το Ανώτερο Ινστιτούτο Μηχανικής της Κοϊμπρα, που αναβαθμίστηκε σε Πολυτεχνείο μόλις το 1988. Το 1994-1995, περίοδος κατά την οποία ήδη έχει ξεκινήσει την πολιτική του καριέρα, εγγράφηκε εκ νέου στην Πολυτεχνική Σχολή της Λισσαβόνας για να αναβαθμίσει το υπάρχον πτυχίο Μηχανικού που διέθετε και να μπορέσει στη συνέχεια να πάρει άδεια για μεγάλα δημόσια έργα. Ο Σόκρατες δεν κατάφερε να αποφοιτήσει, αλλά όλως παραδόξως το 1996 απέκτησε το πολυπόθητο πτυχίο και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Universidade Independente. Ακολούθησαν πολλά έργα με επικίνδυνες παρατυπίες και κακοτεχνίες και πολλές μίζες. Το 2007 το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Universidade Independente από το οποίο απέκτησε το ανώτατο πτυχίο του, απεδείχθη πως λειτουργούσε παράτυπα επί σειρά ετών, χωρίς τις απαιτούμενες άδειες και με την ανοχή και προστασία πολιτικών προσώπων έδινε πτυχία «μαϊμού». Το πανεπιστήμιο έκλεισε αλλά εκείνος στο βιογραφικό του ως πρωθυπουργός συνέχιζε να δηλώνει πολιτικός μηχανικός...
Η βιομηχανία των φοιτητικών δανείων στις ΗΠΑ
Μέχρι τη δεκαετία του '70 η ανώτατη εκπαίδευση στις ΗΠΑ όχι μόνο ήταν δωρεάν, αλλά υπήρχε και η κρατική πρόνοια ώστε το κόστος διαβίωσης των φοιτητών σε αυτή να καλύπτεται από κληροδοτήματα και υποτροφίες. Οι οικονομικές ανακατατάξεις που έφερε όμως η δεκαετία του ΄80 πρώτα από όλα στην Αμερική αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο οδήγησε στην υποχώρηση της κρατικής επιχορήγησης και στην επιβολή διδάκτρων. Μάλιστα, από το 1988 έως σήμερα και ανάλογα με το ίδρυμα και τη διάρκεια των σπουδών το κόστος σπουδών σε πολλές περιπτώσεις έχει τετραπλασιαστεί, ενώ ολοένα κι αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που φοιτούν σε Πανεπιστήμια. Ένας χρόνος σε ένα ιδιωτικό κολέγιο φοίτησης κοστίζει κατά μέσο όρο 30.000 δολάρια. Σε ένα δημόσιο κολέγιο, φοιτητές από την πολιτεία πληρώνουν κατά μέσο όρο 9.000 δολάρια τον χρόνο, ενώ φοιτητές εκτός πολιτείας πληρώνουν 23.000 δολάρια
Η στροφή αυτή σηματοδότησε και τη γέννηση μιας παράλληλης βιομηχανίας πολύ ισχυρής -γιατί έχει τις βάσεις της στο συναίσθημα του γονέα που θέλει να προσφέρει ότι καλύτερο μπορεί στο παιδί του- αυτής του φοιτητικού δανεισμού.
Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι τα φοιτητικά δάνεια στις ΗΠΑ είναι μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί, αφήνοντας πίσω «ερείπια» όμοια με αυτά που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers. Χαρακτηριστικό είναι ότι 44 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν πάρει φοιτητικό δάνειο κι όλοι μαζί χρωστούν στο κράτος -που είναι ο πιστωτής στο 90% των περιπτώσεων - 1,5 τρισ. δολάρια. Σε αυτά προστίθενται και τα ιδιωτικά δάνεια ύψους 64,2 δισ. δολαρίων.
Την ίδια στιγμή η αμερικανική οικονομία δεν παράγει μισθούς ικανούς να αποπληρώσουν αυτό το χρέος. Οι φοιτητές βγαίνουν στην αγορά εργασίας και χρειάζονται χρόνια δουλειάς για να ξεπληρώσουν – αν τα καταφέρουν – το δάνειο τους. Το 2012, η ιστοσελίδα World Sosialist Website έγραφε για το πώς αυτά τα δάνεια επηρεάζουν ολόκληρη τη ζωή της γενιάς των νέων ανθρώπων. Το 39% των 18-29 δεν είχαν πρόσβαση στο σύστημα υγείας, το 23% δε μπορούσαν να αγοράσουν βασικά είδη, το 49% έκαναν μια δουλειά που δεν ήθελαν για να ξεπληρώνουν το χρέος τους και το 24% επέστρεψαν στο πατρικό τους σπίτι με τους γονείς τους για να κάνουν οικονομία.
Όσον αφορά την αμερικανική περίπτωση, αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι τα ιδιωτικά ιδρύματα που φιγουράρουν στην κορυφή της λίστας των καλύτερων Πανεπιστημίων του κόσμου, όπως το Harvard, ιδρύθηκαν 200 χρόνια πριν οι Έλληνες κάνουν την Επανάσταση του 1821, το καθένα έχει περιουσιακά στοιχεία που αγγίζουν διψήφιο αριθμό του ΑΕΠ της Ελλάδας, επιβάλλουν υπέρογκα δίδακτρα ή αντιθέτως μηδενικά δίδακτρα αλλά δέχονται απειροελάχιστους φοιτητές με καθαρά επιστημονικά κριτήρια και δεν είναι κερδοσκοπικά. Δεν λειτουργούν δηλαδή ιδιωτικοοικονομικά σκοπεύοντας στην παραγωγή κέρδους, αλλά αμιγώς επιστημονικά με στόχο την παραγωγή γνώσης. Στο μεταξύ αν και οι ΗΠΑ αριθμούν χιλιάδες πανεπιστήμια, είναι ελάχιστα αυτά που πραγματικά έχουν επιστημονικό κύρος.
Ελεύθερη και νεοφιλελεύθερη έρευνα
Μια ακόμη πτυχή είναι κατά πόσο η εισαγωγή ιδιωτικών κεφαλαίων στην ανώτατη εκπαίδευση θα μπορέσει να κρατήσει την έρευνα ελεύθερη κι ανεξάρτητη.
Σε πρόσφατο άρθρο ο βρετανικός Guardian ανέφερε ότι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων έχουν διεισδύσει στα πανεπιστήμια εδώ και χρόνια χρηματοδοτώντας έρευνες για την κλιματική αλλαγή. Είναι σαν οι καπνοβιομηχανίες να χρηματοδοτούν την έρευνα για τις επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία.
«Το Πανεπιστήμιο λειτουργεί σχεδόν σαν επέκταση των βιομηχανιών ορυκτών καυσίμων, από τις οποίες αντλεί πολύτιμη χρηματοδότηση για έρευνα και χρηματοδοτούμενους καθηγητές, καθώς και πόρους για προγράμματα σπουδών που βγάζουν την επόμενη γενιά μηχανικών πετρελαίου και φυσικού αερίου», λέει μια φοιτήτρια του Ιmperial College του Λονδίνου, στην εφημερίδα, η οποία κάνει ακτιβιστικό αγώνα κατά της σκοτεινής σχέσης του πανεπιστημίου με την πετρελαιοβιομηχανία. Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων πραγματοποιούν μάλιστα τακτικές εμφανίσεις σε εκθέσεις σταδιοδρομίας, ενώ σε πολλά μαθήματα είναι υποχρεωτικό οι φοιτητές να συμμετάσχουν σε «εκδρομές» σε πεδία εξορύξεων, που είναι μια «ευγενική προσφορά» από τον κλάδο πετρελαίου και φυσικού αερίου. «Είναι σχεδόν παντού», σημειώνει η ίδια στη βρετανική εφημερίδα.
Μπορούν τα Πανεπιστήμια να δικαιολογήσουν αυτές τις σχέσεις τους με τη συγκεκριμένη βιομηχανία;
Το Imperial δηλώνει ότι συνεργάζεται με βιομηχανικούς εταίρους για να βρει λύσεις στην παγκόσμια ανάγκη για ενέργεια, παράλληλα με την έρευνα που αποσκοπεί στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ορυκτών καυσίμων. Υπερασπίζεται μάλιστα τις οικονομικές δοσοληψίες του με το επιχείρημα της επένδυσης στην έρευνα και την εκπαίδευση.
Πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ, επικρίνει όμως τις προσπάθειές της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Η έκθεση προειδοποιεί ότι ο κόσμος χρειάζεται να μειώσει κατά 45% την ρύπανση άνθρακα μέχρι το 2030 για να περιορίσει την αύξηση της θερμοκρασίας σε 1,5 βαθμό Κελσίου.
Τι επιχειρεί λοιπόν η πετρελαιοβιομηχανία να κάνει στα αλήθεια;
Τίποτα περσότερο από το να ενισχύσει αφενός τον προφίλ της κοινωνικής της ευθύνης ενώ παράλληλα προσπαθεί να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να ανοίξει τον δρόμο για την ενθάρρυνση ενός ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος και να εξασφαλίσει την υποστήριξη των τοπικών κι εθνικών κυβερνήσεων προς όφελος της.
Πρόκειται για μια «αόρατη αποικιοποίηση» του ακαδημαϊκού κόσμου από τις μεγάλες εταιρείες.
Καμία κουβέντα...
Καμία κουβέντα δεν βρήκε λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή η Άννα Διαμαντοπούλου που άνοιξε πριν χρόνια τη συζήτηση για ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα, να μας πουν στο γιατί στα αλήθεια τα χρειαζόμαστε.
Καμία κουβέντα για το γιατί ενώ είναι αντίθετοι στην ίδρυση νέων δημόσιων Πανεπιστημίων και εισηγούνται την μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ, την ίδια ώρα ζητούν να δημιουργήσουν ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Καμία κουβέντα για το γιατί ένας φοιτητής να προτιμήσει να σκάσει ένα σωρό λεφτά σε ένα νεοσύστατο ελληνικό ιδιωτικό Πανεπιστήμιο, και να μην φύγει κατευθείαν στο εξωτερικό και για το γιατί ένας Έλληνας ακαδημαϊκός να αφήσει την έδρα του σε ένα οργανωμένο ίδρυμα του εξωτερικού και να επιστρέψει για να εργαστεί για ένα αμφιβοόλου κύρους εγχείρημα.
Καμία κουβέντα για ποιες και πόσες τέτοιες ιδιωτικές επιχειρήσεις εκπαίδευσης χωρούν στην ελληνική αγορά και πώς θα ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις ενός ανώτατου ιδρύματος, καθώς και καμία απάντηση στο έυλογο ερώτημα: γιατί κάποιος να κάνει μια τόσο ακριβή επένδυση σε μία τόσο περιορισμένη αγορά.
Καμία κουβέντα, επίσης, για το ποιος θα πληρώσει το κόστος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, πώς θα διασφαλιστεί ότι δεν θα καταλήξει να επιβαρύνει τα δημόσια ταμεία και πως δεν θα γίνει ένα ακόμη βαρίδι μετά τα στεγαστικά κόκκινα δάνεια στους πολίτες.
Δεν εξήγησε κανείς τέλος γιατί τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα «αναβαθμίσουν τα δημόσια»,όταν τα ιδωτικά κολέγια και ΙΕΚ που λειτουργούν στη χώρα, δεν κατάφεραν να συναγωνιστούν ούτε κατά το ελάχιστο τα δημόσια ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Ας κλείσουμε, λοιπόν, την κουβέντα εδώ...
Την ίδια στιγμή, που ο πρόεδρος της Βουλής έλεγε και ξαναέλεγε εμφατικά ότι για τη ΝΔ η δημόσια Παιδεία είναι «αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα», το κόμμα του πρότεινε την αλλαγή του άρθρου 16 που ορίζει ότι η δημόσια ανώτατη εκπαίδευση είναι δωρεάν για όλους τους πολίτες και παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, καθώς και ότι η διδασκαλία και η έρευνα είναι ελεύθερες. Μην έχοντας τις απαραίτητες ψήφους για να περάσει την πρόταση, η ΝΔ μάλιστα επιχείρησε να κάνει μια «ντρίπλα» προτείνοντας να αφαιρεθεί η αναφορά σε μη ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και να παραμείνει η φράση μη κερδοσκοπικά, ώστε όταν βρεθεί στα πράγματα, να μπορέσει να ανοίξει το παράθυρο της εμπορευματοποίησης της Παιδείας και να τα βάλει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στο παιχνίδι από την πίσω πόρτα.
Μετά το «όχι» της Βουλής, όμως, η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα παραμείνει δημόσια και επί ίσοις όροις προσβάσιμη σε όλους, ελεύθερη κι όχι νεοφιλελεύθερη, καθώς μια ενδεχόμενη τροποποίηση του άρθρου 16 δεν θα ήταν τίποτε άλλο από τη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού σε μια από τις πιο άγριες μορφές του.
Και το άγριο αυτό πρόσωπο της εμπορευματοποίησης της ανώτατης Παιδείας μπορεί εύκολα να το δει κανείς στην αποτυχία των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Πορτογαλία, στην εκτόξευση των διδάκτρων που φόρτωσαν με υπέρογκα δάνεια τους φοιτητές στις ΗΠΑ, στα think tanks, τις εταιρείες και τους μεγάλους οργανισμούς που οικειοποιήθηκαν κι αποικιοκράτησαν την έρευνα αλλά και στο χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων που αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στην εκπαιδευτική αγορά αλλά και στην αγορά εργασίας.
Μερικές κουβέντες για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια
Όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης πράγματι πολλοί νέοι επιλέγουν κάθε χρόνο να μεταναστεύσουν εκτός συνόρων για να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Αυτό που δεν εξήγησε όμως είναι το γιατί το κάνουν. Θέλουν να σπουδάσουν στο αντικείμενο της σχολής πρώτης προτίμησης στην οποία δεν κατάφεραν να εισαχθούν, να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα σπουδών που δεν προσφέρει το ελληνικό πανεπιστήμιο ή να αποκτήσουν χωρίς τον κάματο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ένα οποιοδήποτε πτυχίο που θα αυξήσει τις πιθανότητες τους στην αγορά εργασίας; Όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση δεν είναι σίγουρα το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. Κι αυτό γιατί στην μεν πρώτη περίπτωση πρέπει να αναλογιστεί κανείς πώς μια μέση οικογένεια, που δύσκολα αντέχει το βάρος των φροντιστηρίων για μία ακόμη χρονιά ώστε να ξαναδώσει το παιδί της Πανελλήνιες, θα αντέξει να χρηματοδοτήσει το κόστος διαβίωσης ενός φοιτητή στο εξωτερικό, στη δεύτερη η απάντηση είναι πως πρέπει να γίνουν ενέργειες ώστε να αναβαθμιστεί και να εκσυγχρονιστεί η δημόσια Παιδεία κι όχι να αναπληρώσει η αγορά τα κρατικά κενά και στην τρίτη ότι τελικά η εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης στοχεύει άμεσα στη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της οικονομικής ελίτ και των φτωχών.
Το γεγονός μάλιστα ότι πολλοί νέοι ξεκινούν το ταξίδι τους για το εξωτερικό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτό έχει ως τελικό προορισμό ένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. Στην Ευρώπη, η παράδοση της δωρεάν Παιδείας κρατάει ακόμη σθεναρή αντίσταση στην επέλαση της νεοφιλελεύθερης άλωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ακόμα και στη Γερμανία η μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι δωρεάν όπως και στην Ελλάδα. Στη χώρα λειτουργούν 83 ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπου σπουδάζει μόλις το 1% των Γερμανών φοιτητών, δεν επιστημονικής αναγνώρισης και πολλά είτε έκλεισαν ήδη, είτε οδηγούνται σε κλείσιμο. Μέχρι και στον οικονομικό παράδεισο της Ελβετίας τα δίδακτρα τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι τόσο χαμηλά που είναι σχεδόν σαν να είναι δωρεάν.
Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η Αγγλία, όπου τα δίδακτρα θεσπίστηκαν για πρώτη φορά στα δημόσια Πανεπιστήμια το 1998 από την κυβέρνηση του Tony Blair και ορίστηκαν στις 1.000 λίρες και σήμερα έχουν ξεπερνάει κατά μέσο όρο το όριο των 10.000 λιρών. Μάλιστα στην Βρετανία τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στα οποία καταλήγει η πλειοψηφία των Ελλήνων φοιτητών – μεταναστών μετρώνται στα δάχτυλα και είναι δύσκολο ακόμη και να ανακαλέσει κανένας το όνομά τους, καθώς δεν κατέχουν εξέχουσα θέση στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Η αποτυχία της Πορτογαλίας
Η περίπτωση της Πορτογαλίας είναι ένα πολύ ενδεικτικό παράδειγμα που αποδεικνύει γιατί τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια είναι μια πολύ κακή ιδέα, ακόμα κι αν ξεκινήσουν σαν μια καλή ιδέα.
Επί Σαλαζάρ και Καετάνο η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν ένα προνόμιο κυρίως για την ελίτ και τους οπαδούς τους. Μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων το 1974 κι εν μέσω των θυελλωδών πολιτικών της απόνερων, το νέο Σύνταγμα της χώρας έδωσε το θεσμικό πράσινο φως για την ίδρυση ιδιωτικών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Ο ξεριζωμός των θιασωτών του διδακτορικού καθεστώτος από τις έδρες των «ναών» της εκπαίδευσης, οι αλλαγές στα εκπαιδευτικά προγράμματα, ο μικρός αριθμός των δημοσίων Πανεπιστημίων αλλά και το αίτημα για μεγαλύτερη πρόσβαση στην ανώτατη Παιδεία έκανε τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια να φαντάζουν ως την ιδανική λύση που θα διασφάλιζε τόσο την ποιότητα των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών (αν και σε αυτά βρήκαν στέγη τα πλέον συντηρητικά στοιχεία της ακαδημαϊκής κοινότητας που είχαν εκδιωχθεί από τα δημόσια μετά την πτώση του καθεστώτος), όσο και την ποσότητά τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είχαν ξεφυτρώσει σαν τα μανιτάρια, φτάνοντας να είναι εκατοντάδες! Πολιτικοί που εργαλειοποίησαν ιδεολογικά την ίδρυση των συγκεκριμένων πανεπιστημίων τα συνέδεσαν με την δημοκρατία αλλά και την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Στην προσπάθεια τους μάλιστα να ενδυναμώσουν την στροφή προς την εκπαίδευση της αγοράς, πήραν μια σειρά αποφάσεων όπως το να ρίξουν δραματικά τις βάσεις για την εισαγωγή στα δημόσια Πανεπιστήμια και να δημιουργήσουν τεχνητή υπερκάλυψη των θέσεων σε αυτά και ταυτόχρονα έδωσαν τη δυνατότητα στους καθηγητές να απασχολούνται παράλληλα τόσο στους δημόσιους όσο και στους ιδιωτικούς φορείς ώστε να δώσουν ώθηση στην ταχεία διεύρυνση του εγχειρήματός τους. Τα δίδακτρα όπως ήταν φυσικό εκτινάχθηκαν ανάλογα με τη ζήτηση. Οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς γαρ...
Βόηθησε αυτό την ανάπτυξη; Καθόλου!
Ως προς το κοινωνικό σκέλος, η ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όχι μόνο δεν διεύρυνε το επιστημονικό προσφερόμενο πεδίο αλλά περιορίστηκε σε γνωστικά πεδία χαµηλού κόστους. Επίσης παρατηρήθηκε ένας συγκεντρωτισμός στα αστικά κέντρα που οδήγησε σε μαρασμό την Περιφέρεια. Μάλιστα όταν η προσφορά θέσεων ξεπέρασε τη ζήτηση το κράτος θα καλούνταν να ενισχύσει τη φούσκα που έχτισε, συντηρώντας τη λειτουργία τους μέσω υποτροφιών.
Η μεγαλύτερη όμως αποτυχία της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης Παιδείας στην Πορτογαλία θα ήταν η παντελής έλλειψη κύρους της, καθώς όπως ήταν φυσικό συνδιαλέχθηκε με την ελίτ των πελατών της, δημιουργώντας στρατιές αρίστων που ήταν άριστοι μόνο και μόνο επειδή είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν πτυχία.
Λαμπρό παράδειγμα ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Ζοζέ Σόκρατες, ο οποίος μάλιστα κατέληξε στη φυλακή για μίζες. Το 1979 απέκτησε το πτυχίο τεχνικού πολιτικού μηχανικού από το Ανώτερο Ινστιτούτο Μηχανικής της Κοϊμπρα, που αναβαθμίστηκε σε Πολυτεχνείο μόλις το 1988. Το 1994-1995, περίοδος κατά την οποία ήδη έχει ξεκινήσει την πολιτική του καριέρα, εγγράφηκε εκ νέου στην Πολυτεχνική Σχολή της Λισσαβόνας για να αναβαθμίσει το υπάρχον πτυχίο Μηχανικού που διέθετε και να μπορέσει στη συνέχεια να πάρει άδεια για μεγάλα δημόσια έργα. Ο Σόκρατες δεν κατάφερε να αποφοιτήσει, αλλά όλως παραδόξως το 1996 απέκτησε το πολυπόθητο πτυχίο και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Universidade Independente. Ακολούθησαν πολλά έργα με επικίνδυνες παρατυπίες και κακοτεχνίες και πολλές μίζες. Το 2007 το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Universidade Independente από το οποίο απέκτησε το ανώτατο πτυχίο του, απεδείχθη πως λειτουργούσε παράτυπα επί σειρά ετών, χωρίς τις απαιτούμενες άδειες και με την ανοχή και προστασία πολιτικών προσώπων έδινε πτυχία «μαϊμού». Το πανεπιστήμιο έκλεισε αλλά εκείνος στο βιογραφικό του ως πρωθυπουργός συνέχιζε να δηλώνει πολιτικός μηχανικός...
Μέχρι τη δεκαετία του '70 η ανώτατη εκπαίδευση στις ΗΠΑ όχι μόνο ήταν δωρεάν, αλλά υπήρχε και η κρατική πρόνοια ώστε το κόστος διαβίωσης των φοιτητών σε αυτή να καλύπτεται από κληροδοτήματα και υποτροφίες. Οι οικονομικές ανακατατάξεις που έφερε όμως η δεκαετία του ΄80 πρώτα από όλα στην Αμερική αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο οδήγησε στην υποχώρηση της κρατικής επιχορήγησης και στην επιβολή διδάκτρων. Μάλιστα, από το 1988 έως σήμερα και ανάλογα με το ίδρυμα και τη διάρκεια των σπουδών το κόστος σπουδών σε πολλές περιπτώσεις έχει τετραπλασιαστεί, ενώ ολοένα κι αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που φοιτούν σε Πανεπιστήμια. Ένας χρόνος σε ένα ιδιωτικό κολέγιο φοίτησης κοστίζει κατά μέσο όρο 30.000 δολάρια. Σε ένα δημόσιο κολέγιο, φοιτητές από την πολιτεία πληρώνουν κατά μέσο όρο 9.000 δολάρια τον χρόνο, ενώ φοιτητές εκτός πολιτείας πληρώνουν 23.000 δολάρια
Η στροφή αυτή σηματοδότησε και τη γέννηση μιας παράλληλης βιομηχανίας πολύ ισχυρής -γιατί έχει τις βάσεις της στο συναίσθημα του γονέα που θέλει να προσφέρει ότι καλύτερο μπορεί στο παιδί του- αυτής του φοιτητικού δανεισμού.
Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι τα φοιτητικά δάνεια στις ΗΠΑ είναι μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί, αφήνοντας πίσω «ερείπια» όμοια με αυτά που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers. Χαρακτηριστικό είναι ότι 44 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν πάρει φοιτητικό δάνειο κι όλοι μαζί χρωστούν στο κράτος -που είναι ο πιστωτής στο 90% των περιπτώσεων - 1,5 τρισ. δολάρια. Σε αυτά προστίθενται και τα ιδιωτικά δάνεια ύψους 64,2 δισ. δολαρίων.
Την ίδια στιγμή η αμερικανική οικονομία δεν παράγει μισθούς ικανούς να αποπληρώσουν αυτό το χρέος. Οι φοιτητές βγαίνουν στην αγορά εργασίας και χρειάζονται χρόνια δουλειάς για να ξεπληρώσουν – αν τα καταφέρουν – το δάνειο τους. Το 2012, η ιστοσελίδα World Sosialist Website έγραφε για το πώς αυτά τα δάνεια επηρεάζουν ολόκληρη τη ζωή της γενιάς των νέων ανθρώπων. Το 39% των 18-29 δεν είχαν πρόσβαση στο σύστημα υγείας, το 23% δε μπορούσαν να αγοράσουν βασικά είδη, το 49% έκαναν μια δουλειά που δεν ήθελαν για να ξεπληρώνουν το χρέος τους και το 24% επέστρεψαν στο πατρικό τους σπίτι με τους γονείς τους για να κάνουν οικονομία.
Όσον αφορά την αμερικανική περίπτωση, αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι τα ιδιωτικά ιδρύματα που φιγουράρουν στην κορυφή της λίστας των καλύτερων Πανεπιστημίων του κόσμου, όπως το Harvard, ιδρύθηκαν 200 χρόνια πριν οι Έλληνες κάνουν την Επανάσταση του 1821, το καθένα έχει περιουσιακά στοιχεία που αγγίζουν διψήφιο αριθμό του ΑΕΠ της Ελλάδας, επιβάλλουν υπέρογκα δίδακτρα ή αντιθέτως μηδενικά δίδακτρα αλλά δέχονται απειροελάχιστους φοιτητές με καθαρά επιστημονικά κριτήρια και δεν είναι κερδοσκοπικά. Δεν λειτουργούν δηλαδή ιδιωτικοοικονομικά σκοπεύοντας στην παραγωγή κέρδους, αλλά αμιγώς επιστημονικά με στόχο την παραγωγή γνώσης. Στο μεταξύ αν και οι ΗΠΑ αριθμούν χιλιάδες πανεπιστήμια, είναι ελάχιστα αυτά που πραγματικά έχουν επιστημονικό κύρος.
Ελεύθερη και νεοφιλελεύθερη έρευνα
Μια ακόμη πτυχή είναι κατά πόσο η εισαγωγή ιδιωτικών κεφαλαίων στην ανώτατη εκπαίδευση θα μπορέσει να κρατήσει την έρευνα ελεύθερη κι ανεξάρτητη.
Σε πρόσφατο άρθρο ο βρετανικός Guardian ανέφερε ότι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων έχουν διεισδύσει στα πανεπιστήμια εδώ και χρόνια χρηματοδοτώντας έρευνες για την κλιματική αλλαγή. Είναι σαν οι καπνοβιομηχανίες να χρηματοδοτούν την έρευνα για τις επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία.
«Το Πανεπιστήμιο λειτουργεί σχεδόν σαν επέκταση των βιομηχανιών ορυκτών καυσίμων, από τις οποίες αντλεί πολύτιμη χρηματοδότηση για έρευνα και χρηματοδοτούμενους καθηγητές, καθώς και πόρους για προγράμματα σπουδών που βγάζουν την επόμενη γενιά μηχανικών πετρελαίου και φυσικού αερίου», λέει μια φοιτήτρια του Ιmperial College του Λονδίνου, στην εφημερίδα, η οποία κάνει ακτιβιστικό αγώνα κατά της σκοτεινής σχέσης του πανεπιστημίου με την πετρελαιοβιομηχανία. Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων πραγματοποιούν μάλιστα τακτικές εμφανίσεις σε εκθέσεις σταδιοδρομίας, ενώ σε πολλά μαθήματα είναι υποχρεωτικό οι φοιτητές να συμμετάσχουν σε «εκδρομές» σε πεδία εξορύξεων, που είναι μια «ευγενική προσφορά» από τον κλάδο πετρελαίου και φυσικού αερίου. «Είναι σχεδόν παντού», σημειώνει η ίδια στη βρετανική εφημερίδα.
Μπορούν τα Πανεπιστήμια να δικαιολογήσουν αυτές τις σχέσεις τους με τη συγκεκριμένη βιομηχανία;
Το Imperial δηλώνει ότι συνεργάζεται με βιομηχανικούς εταίρους για να βρει λύσεις στην παγκόσμια ανάγκη για ενέργεια, παράλληλα με την έρευνα που αποσκοπεί στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ορυκτών καυσίμων. Υπερασπίζεται μάλιστα τις οικονομικές δοσοληψίες του με το επιχείρημα της επένδυσης στην έρευνα και την εκπαίδευση.
Πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ, επικρίνει όμως τις προσπάθειές της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Η έκθεση προειδοποιεί ότι ο κόσμος χρειάζεται να μειώσει κατά 45% την ρύπανση άνθρακα μέχρι το 2030 για να περιορίσει την αύξηση της θερμοκρασίας σε 1,5 βαθμό Κελσίου.
Τι επιχειρεί λοιπόν η πετρελαιοβιομηχανία να κάνει στα αλήθεια;
Τίποτα περσότερο από το να ενισχύσει αφενός τον προφίλ της κοινωνικής της ευθύνης ενώ παράλληλα προσπαθεί να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να ανοίξει τον δρόμο για την ενθάρρυνση ενός ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος και να εξασφαλίσει την υποστήριξη των τοπικών κι εθνικών κυβερνήσεων προς όφελος της.
Πρόκειται για μια «αόρατη αποικιοποίηση» του ακαδημαϊκού κόσμου από τις μεγάλες εταιρείες.
Καμία κουβέντα...
Καμία κουβέντα δεν βρήκε λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή η Άννα Διαμαντοπούλου που άνοιξε πριν χρόνια τη συζήτηση για ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην Ελλάδα, να μας πουν στο γιατί στα αλήθεια τα χρειαζόμαστε.
Καμία κουβέντα για το γιατί ενώ είναι αντίθετοι στην ίδρυση νέων δημόσιων Πανεπιστημίων και εισηγούνται την μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ, την ίδια ώρα ζητούν να δημιουργήσουν ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Καμία κουβέντα για το γιατί ένας φοιτητής να προτιμήσει να σκάσει ένα σωρό λεφτά σε ένα νεοσύστατο ελληνικό ιδιωτικό Πανεπιστήμιο, και να μην φύγει κατευθείαν στο εξωτερικό και για το γιατί ένας Έλληνας ακαδημαϊκός να αφήσει την έδρα του σε ένα οργανωμένο ίδρυμα του εξωτερικού και να επιστρέψει για να εργαστεί για ένα αμφιβοόλου κύρους εγχείρημα.
Καμία κουβέντα για ποιες και πόσες τέτοιες ιδιωτικές επιχειρήσεις εκπαίδευσης χωρούν στην ελληνική αγορά και πώς θα ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις ενός ανώτατου ιδρύματος, καθώς και καμία απάντηση στο έυλογο ερώτημα: γιατί κάποιος να κάνει μια τόσο ακριβή επένδυση σε μία τόσο περιορισμένη αγορά.
Καμία κουβέντα, επίσης, για το ποιος θα πληρώσει το κόστος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, πώς θα διασφαλιστεί ότι δεν θα καταλήξει να επιβαρύνει τα δημόσια ταμεία και πως δεν θα γίνει ένα ακόμη βαρίδι μετά τα στεγαστικά κόκκινα δάνεια στους πολίτες.
Δεν εξήγησε κανείς τέλος γιατί τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια θα «αναβαθμίσουν τα δημόσια»,όταν τα ιδωτικά κολέγια και ΙΕΚ που λειτουργούν στη χώρα, δεν κατάφεραν να συναγωνιστούν ούτε κατά το ελάχιστο τα δημόσια ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Ας κλείσουμε, λοιπόν, την κουβέντα εδώ...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου