Γράφει ο Χάρρυ Κλύνν
Γυρίζει ο χρόνος, αναστρέφεται και ως πρόσγειος άνεμος εφορμά και παίρνει στο πέρασμά του τα πάντα.
Δεν έχει πλέον τόπους ασφαλείς, αγκυροβόλια απάνεμα. Ούτε Οίκους Θεού και Ανθρώπου, ούτε καταφύγια…
Όλα μοιάζει να παρασύρονται, να αιμορραγούν φθίση , να αιωρούνται, σαν τις παλιές επιγραφές που κρέμονται δαιμονικά από τις σκουριασμένες αλυσίδες του μέλλοντός μας.
Όλα μοιάζουν λέξεις παραμορφωμένες που ξεχύνονται από χαώδη στόματα και μάτια νεκρά που περιπλανώνται στα υποφωτισμένα μονοπάτια του φόβου και της Ελπίδας…
Ο Μέγας Τελετάρχης εναπόθεσε τα σφάγια στην πυρά και σύσσωμο το πλήθος προσέτρεξε να επευφημήσει τον ηγέτη των νεκρών ημερών, τον υπερούσιο της ύστατης ώρας, που ως λόγος τιμωρός διεμβόλισε την απραξία των φρονίμων και επέφερε χάος στη θέση του χάους και πανικό στις τάξεις των τρομοκρατημένων…
Τώρα δε μένει παρά να αναγνώσουμε τον μακρύ κατάλογο των απόντων και να διαφύγουμε με τους θριαμβευτές σε τόπους ήττας και ταπείνωσης.
Τώρα δε μένει παρά να εναγκαλισθούμε την απώλεια και να οδεύσουμε εν πομπή με άνθη νεκρά στα χέρια και καρπούς δηλητηριώδεις.
Τώρα δε μένει παρά να υποταχθούμε πλήρως στην προδιαγραμμένη μοίρα του επερχόμενου χειμώνα και να αναζητήσουμε την πλάνη της ικανοποίησης στους προμήκης θαλάμους του χθες, στο θαμπό απόγευμα της νεκρής θερμάστρας, στην αποκρουστική εικόνα του κρεβατιού με τα παγωμένα σεντόνια, στους καλυμμένους καθρέφτες του δωματίου με τα κλειστά παντζούρια, στο τραπέζι της σιωπής και της αμηχανίας με τον καφέ και το παξιμάδι…
Όλα τελείωσαν λοιπόν; Θα ρωτήσεις…
Όλα μόλις αρχίζουν θα σου πω…
Κι εσύ μάταια θα προσπαθείς να κατανοήσεις την έννοια του χρόνου, το μέγεθος της ηλικίας σου, τη φθορά της επιδερμίδας σου που συρρικνώνεται σα το νεκρό δαμάσκηνο , σαν τσαλακωμένο χαρτί στο καλάθι των αχρήστων.
Προλαβαίνεις , δεν προλαβαίνεις…
«Όλα έχουν την αρχή και το τέλος τους, όλα πλησιάζουν κι όλα απομακρύνονται… Όλα έρχονται και απέρχονται… Τίποτα δε μένει όπως ήταν, όπως διαμορφώθηκε, όπως σχηματοποιήθηκε, όπως χρησιμοποιήθηκε, όπως, εν τοιαύτη περιπτώσει, κατέληξε ή θα καταλήξει. Από ’κει και πέρα αρχίζει το ταξίδι, υπ’ αυτή την έννοια συνέλαβε και ο πλάστης την κοσμογονία, ο ποιητής την έννοια της ζωής και του θανάτου και ο μέγας λαοπλάνος με το καλοξυρισμένο πρόσωπο και τον χαρτοφύλακα, την υποταγή και το συμβιβασμό»
Ο αναγνώστης έκλεισε τη μεγάλη βίβλο και ατένισε το ακροατήριο με βλέμμα τελεσίδικο και αποφασιστικό κι ήταν σα να τους έλεγε, αυτή είναι η μόνη οδός, θέλετε, δε θέλετε…
Έκπληκτα μάτια, και ένοχα βλέμματα, ανάσες κρυφές και καταφανής ανησυχία… και ένα μουρμουρητό, λευκό σεντόνι που καλύπτει τα άκαμπτα μέλη του τελευταίου υποτελούς, να μετουσιώνεται σε φωνή διαμαρτυρίας, να γιγαντώνεται, να γίνεται κραυγή και ιαχή πολεμική…
…Και ένα πλήθος απόντων να ανορθώνεται και ως χείμαρρος φλόγας, να ξεχύνεται και να κατατρώγει προσταγές και νομοθετήματα, καθεστηκυίες συμπεριφορές, ικεσίες, παρακλήσεις, απειλές και εκβιασμούς, συνειδήσεις υποταγμένες, υπηκόους του ψεύδους και της απάτης, άρχοντες και υπηρέτες, επαναστάτες, ήρωες και δοσίλογους…
…Τελειώνει η μακριά νύχτα στη χώρα του πανικού κι ένας ήλιος που ανατέλλει, ζεσταίνει τα χέρια των επαναστατών του μέλλοντος που συνωστίζονται στο προαύλιο της ιστορίας.
Γυρίζει ο χρόνος, αναστρέφεται και ως πρόσγειος άνεμος εφορμά και παίρνει στο πέρασμά του τα πάντα.
Δεν έχει πλέον τόπους ασφαλείς, αγκυροβόλια απάνεμα. Ούτε Οίκους Θεού και Ανθρώπου, ούτε καταφύγια…
Όλα μοιάζει να παρασύρονται, να αιμορραγούν φθίση , να αιωρούνται, σαν τις παλιές επιγραφές που κρέμονται δαιμονικά από τις σκουριασμένες αλυσίδες του μέλλοντός μας.
Όλα μοιάζουν λέξεις παραμορφωμένες που ξεχύνονται από χαώδη στόματα και μάτια νεκρά που περιπλανώνται στα υποφωτισμένα μονοπάτια του φόβου και της Ελπίδας…
Ο Μέγας Τελετάρχης εναπόθεσε τα σφάγια στην πυρά και σύσσωμο το πλήθος προσέτρεξε να επευφημήσει τον ηγέτη των νεκρών ημερών, τον υπερούσιο της ύστατης ώρας, που ως λόγος τιμωρός διεμβόλισε την απραξία των φρονίμων και επέφερε χάος στη θέση του χάους και πανικό στις τάξεις των τρομοκρατημένων…
Τώρα δε μένει παρά να αναγνώσουμε τον μακρύ κατάλογο των απόντων και να διαφύγουμε με τους θριαμβευτές σε τόπους ήττας και ταπείνωσης.
Τώρα δε μένει παρά να εναγκαλισθούμε την απώλεια και να οδεύσουμε εν πομπή με άνθη νεκρά στα χέρια και καρπούς δηλητηριώδεις.
Τώρα δε μένει παρά να υποταχθούμε πλήρως στην προδιαγραμμένη μοίρα του επερχόμενου χειμώνα και να αναζητήσουμε την πλάνη της ικανοποίησης στους προμήκης θαλάμους του χθες, στο θαμπό απόγευμα της νεκρής θερμάστρας, στην αποκρουστική εικόνα του κρεβατιού με τα παγωμένα σεντόνια, στους καλυμμένους καθρέφτες του δωματίου με τα κλειστά παντζούρια, στο τραπέζι της σιωπής και της αμηχανίας με τον καφέ και το παξιμάδι…
Όλα τελείωσαν λοιπόν; Θα ρωτήσεις…
Όλα μόλις αρχίζουν θα σου πω…
Κι εσύ μάταια θα προσπαθείς να κατανοήσεις την έννοια του χρόνου, το μέγεθος της ηλικίας σου, τη φθορά της επιδερμίδας σου που συρρικνώνεται σα το νεκρό δαμάσκηνο , σαν τσαλακωμένο χαρτί στο καλάθι των αχρήστων.
Προλαβαίνεις , δεν προλαβαίνεις…
«Όλα έχουν την αρχή και το τέλος τους, όλα πλησιάζουν κι όλα απομακρύνονται… Όλα έρχονται και απέρχονται… Τίποτα δε μένει όπως ήταν, όπως διαμορφώθηκε, όπως σχηματοποιήθηκε, όπως χρησιμοποιήθηκε, όπως, εν τοιαύτη περιπτώσει, κατέληξε ή θα καταλήξει. Από ’κει και πέρα αρχίζει το ταξίδι, υπ’ αυτή την έννοια συνέλαβε και ο πλάστης την κοσμογονία, ο ποιητής την έννοια της ζωής και του θανάτου και ο μέγας λαοπλάνος με το καλοξυρισμένο πρόσωπο και τον χαρτοφύλακα, την υποταγή και το συμβιβασμό»
Ο αναγνώστης έκλεισε τη μεγάλη βίβλο και ατένισε το ακροατήριο με βλέμμα τελεσίδικο και αποφασιστικό κι ήταν σα να τους έλεγε, αυτή είναι η μόνη οδός, θέλετε, δε θέλετε…
Έκπληκτα μάτια, και ένοχα βλέμματα, ανάσες κρυφές και καταφανής ανησυχία… και ένα μουρμουρητό, λευκό σεντόνι που καλύπτει τα άκαμπτα μέλη του τελευταίου υποτελούς, να μετουσιώνεται σε φωνή διαμαρτυρίας, να γιγαντώνεται, να γίνεται κραυγή και ιαχή πολεμική…
…Και ένα πλήθος απόντων να ανορθώνεται και ως χείμαρρος φλόγας, να ξεχύνεται και να κατατρώγει προσταγές και νομοθετήματα, καθεστηκυίες συμπεριφορές, ικεσίες, παρακλήσεις, απειλές και εκβιασμούς, συνειδήσεις υποταγμένες, υπηκόους του ψεύδους και της απάτης, άρχοντες και υπηρέτες, επαναστάτες, ήρωες και δοσίλογους…
…Τελειώνει η μακριά νύχτα στη χώρα του πανικού κι ένας ήλιος που ανατέλλει, ζεσταίνει τα χέρια των επαναστατών του μέλλοντος που συνωστίζονται στο προαύλιο της ιστορίας.