«Αχ πατρίδα τιμημένη/ κι από ξένους (σ.σ. κι από ντόπιους) γαμημένη» Κ. Μαρδά «Αθήνα με Θολό Ποτάμι.»
Η εικόνα χάθηκε, ξαφνικά, από το «γυαλί». Ένα μαύρο σεντόνι απλώθηκε στην οθόνη της τηλεόρασης και σιωπή. Άγρια ποδοβολητά και μουγκανητά άρχισαν ν' ακούγονται στο βάθος του άδειου «κουτιού».
Όταν ξαναήρθε η εικόνα στο γυαλί, τρεις Ρινόκεροι κάθονταν, μπροστά σε αραδιασμένα μικρόφωνα, σε ένα μακρόστενο τραπέζι, στα πλατό των ειδήσεων όλων των τηλεοπτικών σταθμών της Ξενοχώρας.
Με ακατάληπτη γλώσσα, ο μεσαίος Ρινόκερος μουγκάνιζε, «διαβάζοντας» από ένα χαρτί που είχε μπροστά του. Αρκετά συχνά, σήκωνε, επιτιμητικά ή απειλητικά, την οπλή του μαλλιαρού δεξιού του άνω άκρου, κοιτώντας, με δυσοίωνο βλέμμα, τους υποτελείς ή υποτιθέμενους — η μετάφραση στη γλώσσα των κωφαλάλων δεν ήταν σαφής — τηλεθεατές τους. Ναι, ήταν δικοί τους! Αυτοί τους είχαν επιλέξει.
Στην αρχή, και οι τρεις Ρινόκεροι μαζί, σε χορωδιακό μουγκανητό, είπαν (σε μετάφραση από τη γλώσσα των κωφαλάλων):
— «Γι' αυτούς... ο καπνός της θυσίας».
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
— Πουλήστε. Πουλήστε τη Δημόσια περιουσία σας.
Και κρατώντας το ίσο, ο ντόπιος σφουγγοκωλάριος, που, ήδη, το καρούμπαλο του ρινοκέρατου άρχιζε να φουσκώνει στο κούτελο του κενού του κρανίου, μουρμούρισε:
— Έτσι κι αλλιώς είναι αναξιοποίητη. Δεν ξέρουμε καν που βρίσκεται, ούτε και πόση είναι. Και την έχουμε αφήσει να καταπατηθεί.
Κι ΕΚΕΙΝΟΣ αναρωτήθηκε: «Γιατί;»
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
— Πουλήστε τις Δ.Ε.Κ.Ο. σας.
Και σε ήχο πλάγιο ο σφουγγοκωλάριος με το ρινοκέρατο:
— Ναι, οι περισσότερες είναι ζημιογόνες. Και η κακοδιαχείριση και η διαπλοκή και η διαφθορά ζουν και βασιλεύουν εκεί μέσα.
Και αναρωτήθηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Και δεν φταίει κανείς σας γι' αυτό; Κανείς δεν θα πληρώσει το φαγοπότι των πρασινογάλαζων κομματαρχών και των διορισμένων τους κοπριτών, κατά Πάγκαλον, που ''τα έφαγαν μαζί;''».
Κι απάντηση δεν πήρε από τις εξεταστικές των πραγμάτων επιτροπές.
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος, με συγκατάβαση:
— Εντάξει, μην πουλήσετε την Ακρόπολη. Κρατείστε και τ' αγάλματα των θεών και θεαινών σας. Του Απόλλωνα και της Αθηνάς και...» (είχε και κλασική μόρφωση (!) ο βάρβαρος Ευρωπαίος Ρινόκερος).
Και αναρωτήθηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Το άγαλμα του Απόλλωνα! Που μας παίζει τη χαυνωτική του τη λύρα για να ξεχνάμε τα βάσανα, που οι ίδιοι φορτωθήκαμε, όταν, αφού φάγαμε τα βόδια του, σαν βόδια, «ξαπλώσαμε στης γης την πλάτη ανίδεοι και χορτάτοι», όπως λέει ο Σεφέρης; Το άγαλμα της Αθηνάς! Που φωτίζει τη διαμαντοποίκιλτη απαιδευσιά μας, στημένο
έξω από το (Π)ανεπιστήμιό μας: «... φυτώριον αγραμμάτων. Κλίβανος προς εκκόλαψιν ορνιθίων.» που λέει κι ο Ροΐδης;
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
— Εντάξει, μην πουλάτε το Άγιον Όρος σας. Κρατείστε και τον Όλυμπό σας και την Γκιώνα σας. Ακόμη και τις ραχούλες σας, όπως λέει κι ο κ. Παπακωνσταντίνου των Οικονομικών. Μην πουλάτε τις ραχούλες σας.
Και σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Ο μοναχός Εφραίμ, το έχει ξεπουλήσει μοναχός του, ταις πρεσβείαις των (συν)αδελφών του Δουκός της Βιστωνίδος, και των άλλων «αγίων», κατά το πόρισμα της εξεταστικής. Και πια, δεν «βρόντα ο Όλυμπος», ούτε κι «αστράφτει η Γκιώνα», για τη «χιλιάκριβη τη Λευτεριά». Και οι ραχούλες, — «Πάνω σε ψηλή ραχούλα/κάθεται μια βλαχοπούλα» — γεμίσανε βιλάρες. Και το κλαρίνο σώπασε, κι ακούγεται μονάχα η κλανιά της εξάτμισης των πόρσε, των φεράρι και των χάμμερ των μεγαλοκηφήνων.»
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος, πονηρά:
— Και τα νησιά σας. Δεν σας ζητάμε να πουλήσετε τα νησιά σας. Ίσως, μόνο, μερικές ακατοίκητες βραχονησίδες, που τις γδέρνει το κύμα και μερικά αγριοκάτσικα.
Και θύμωσε τότε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Ακατοίκητοι κενόκρανοι. Μια «Κυρά της Ρο», πάντα, περήφανα θα σηκώνει, κάθε μέρα, τη σημαία της ελληνικής Πατρίδας, σε αυτές τις βραχονησίδες. Μα τι νιώθετε εσείς, οι σκατοκέφαλοι ρινόκεροι, από περηφάνια και Πατρίδα. Το παγκόσμιο χωριό που δημιουργήσατε, παγκοσμιοποιημένοι χωριάτες, δεν έχει στο λεξικό του τέτοιες λέξεις: Πατρίδα, Έθνος, Αξιοπρέπεια, Φιλότιμο, Ανθρωπιά.
Στον ρυθμό του Δολαρίου, της Λίρας, του Ευρώ, του Γιεν, χτυπάει η χρηματισμένη σας καρδιά. Με χρήμα, μόνο με χρήμα, είναι παραγεμισμένο το άδειο σας κεφάλι. Χορτασμένοι, κορεσμένοι, κοκορόμυαλοι αυθαδιάζετε. Γιατί «Αυθάδεια γεννά η χόρταση, όταν πολλά πέσουν πλούτη, σε ανθρώπους που δεν έχουνε το νου τους μετρημένον: τίκτει γαρ κόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπηται ανθρώποισιν όσοις μη νόος άρτιος η.» (Σόλων).
«Ας μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βεβαιώνεται η κακότητά σας: Μη επιλίποι υμάς πλούτος, Εφέσιοι, ίν' εξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.»! Χλευάζει, ο δικός μας, Ηράκλειτος. Και σε ήχο πλάγιο κανοναρχεί, ο δικός μας, Σοφοκλής: «Δεν φύτρωσε χειρότερο κανένα κακό στον κόσμο από το χρήμα. Αυτό γκρεμίζει πόλεις. Μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης... και να κάνει κάθε βρομιά: Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίο άργυρος κακόν νόμισμ' έβλαστε. Τούτο και πόλεις πορθεί, ... πανουργίας δ' έδειξεν ανθρώποις έχειν... και παντός έργου δυσέβειαν ειδέναι.»
Για τον Έλληνα άνθρωπο, και όχι τον εσμό των Νέο-Ελληναράδων — Ω Ελλάδα πρώτη χώρα τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα (Ροΐδης) —και των πολιτισμένων βαρβάρων της Εσπερίας, «την Αρετή ασκώντας η Ελλάς και τη φτώχεια και τη σκλαβιά αντιμάχεται: Αρετή διαχρωμένη η Ελλάς, την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην.» (Ηρόδοτος).
Αυτή η αρετή των Ελλήνων πλουτίζει την Ελλάδα με ανθρωπιά, κι ας είναι φτωχή σε χρήμα. Ανθρωπιά, που τη χαλάσατε εσείς, οι άρχοντες, οι παγκοσμιόπληκτοι, και κάνατε τους Έλληνες και την Ελλάδα ψωροκώσταινα, σαν τα μούτρα σας, έτοιμοι να τη δώσετε αντιπαροχή για ένα τριάρι στις Βρυξέλλες.
Λοφάγε, Δημοβόρε εξουσιαστή, ξέχασες πως: «Αισχρόν έστι σιγάν της Ελλάδος πάσης αδικούμενης.» (Δημοσθένης). Ξέχασες, αυτό που το βροντοφωνάζει ο Άγγλος ποιητής Πέρσυ Σέλεϋ (Percy Shelley): «Όλοι μας είμαστε Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα. Αν δεν ήταν η Ελλάδα, η Ρώμη, ο ινστρούχτορας, ο κατακτητής, η μητρόπολις των
προγόνων μας, δεν θα είχε διασπείρει καμιά διαφώτιση με τα όπλα της και εμείς μπορεί ακόμη να ήμασταν άγριοι και ειδωλολάτρες».
Δεν απαριθμώ άλλα κυβερνητικά προσόντα, τα οποία λείπουν από την Κυβέρνησή σας, είπε ΕΚΕΙΝΟΣ, μαζί με τον Ροΐδη: «ου μόνον εκ φόβου μακρηγορίας, αλλά και διότι είναι ως να εξήταζα πόσα άλλα, πλην των ποδών, ελλείπουσιν εις χωλόν, όπως διαπρέψει ως χορευτής»
Οι κάτοικοι της Ξενοχώρας είχαν μείνει άναυδοι.
Στα δελτία ειδήσεων οι σχολιαστές σχολίαζαν πως ήταν ανεπίτρεπτο, έως προσβλητικό, έως προκλητικό, τρία παχύδερμα να δίνουν συνέντευξη για την τύχη της χώρας, ενώ αυτό θα έπρεπε να γίνει από κυβερνητικά, λέει, παχύδερμα.
Διάφοροι αναλυτές, πιο πραγματιστές, διατύπωναν την άποψη (οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες: καθένας έχει κι από μία), πως, αφού χρωστάμε, θα πρέπει να αξιοποιηθούμε — απέφευγαν τη λέξη ξεπουληθούμε όπως ο ρινόκερος το λιβάνι —, θεωρώντας το «ξεπουληθούμε» και ως μη «πολιτκώς ορθό».
Στα σπίτια, στα καφενεία, στους δρόμους, στις πλατείες όλης της Ξενοχώρας, ακούγονταν ποδοβολητά και βρυχηθμοί. Οι ρινόκεροι πλήθαιναν και ξεχύνονταν στους δρόμους μανιασμένοι.
Κάποιοι «νουνεχείς», ψύχραιμοι και ρεαλιστές, έλεγαν: «Μη φοβάστε. Δεν θα σας ορμήσουν. Αν σκύψετε, δεν θα σας πειράξουν. Μια αβλαβή διέλευση από την υφαλοτρυπίδα σας θα επιχειρήσουν».
Αυτοί ήταν εθισμένοι στο ψυχραίμως «κωλοπροβάλλειν», σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ.
Κάποιοι άλλοι, επίσης πραγματιστές και φυσιογνωμιστές συνάμα, καθησύχαζαν τον κόσμο: «Δεν είναι κακοί. Θα έλεγα μάλιστα πως διαθέτουν μια φυσική ομορφιά βορείου ΦΥΡΟΜατος. Τι σημασία έχει ένα ''όνομα'', που σε δέκα χρόνια θα έχει ξεχαστεί! Αν καθόμαστε να συζητάμε για τέτοια πράγματα, πώς θα ζήσουμε...». Μέσα στον βούρκο σας, συμπλήρωσε ΕΚΕΙΝΟΣ.
Αυτοί ήταν οι ανοϊκοί της ιστορίας. Οι «πολιτικώς ορθοί», ορθοτομούντες τον λόγον της εαυτών ανοησίας, εν ονόματι της πολυπολιτισμικότητας και του πλουραλισμού.
Άλλοι, σίγουροι για τον εαυτό τους, με δόση κυνικής μοιρολατρίας, έλεγαν: «Χωνέψτε το. Πάρτε το απόφαση. Μην το παίρνετε κατάκαρδα. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εμείς τους καλέσαμε. Η σωτηρία της Πατρίδας είναι μονόδρομος».
Ήταν οι πατριδέμποροι, που έσκουζαν για να φοβηθούν οι πατριώτες. Σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ
Κάποιοι από τους Ανθρώπους διαμαρτυρήθηκαν. Πέταξαν προκηρύξεις. Γιουχάισαν τον κοιλαρά εξουσιαστή. Μα οι σώφρονες, με το καρούμπαλο στο κούτελο, είπαν: «Είσθε υπερβολικοί. Και δεν έχετε το δικαίωμα να μπερδεύεστε στα πόδια της εξουσίας. Αφήστε την να κάνει τη δουλειά της. Είναι τελείως κουτό να μην θέλετε να σωθείτε.» Έτσι κανοναρχούσαν οι σωτήρες, σφουγγοκωλάριοι κάθε εξουσίας.
ΕΚΕΙΝΟΣ άρχισε να ψάλει μαζί με τον Κάλβο:
«Και τώρα εις προστασίαν μας/ τα χέρια σας απλώνετε! Τραβήξετέ τα οπίσω/ βλέπει ο Θεός και αστράπτει δια τους πανούργους. ... Της θαλάσσης καλήτερα/Φουσκωμένα τα κύματα να πνίξουν την πατρίδα μου/ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκαν Παρά προστάτας να έχωμεν.»
Τέλος, κάποιοι «λογικοί», με λογικό ρινοκέρατο στο κούτελο, έβγαλαν το συμπέρασμα: «δεν έχετε επιχειρήματα. Είστε παθιασμένοι. Τόσο έξαλλοι. Συμπλεγματικοί ακτιβιστές. Δεν κάνετε διάλογο. Διασαλεύετε την τάξη».
Αυτοί ήταν οι υποκριτές του προσχηματικού διαλόγου της «φιλολαϊκής» εξουσίας.
«Ο διάλογος, με αυτόν που διαφωνείς, είναι αδύνατος. Με αυτόν που συμφωνείς. δεν έχει νόημα», μουρμούρισε ΕΚΕΙΝΟΣ, μαζί με τον Παναγιώτη Κονδύλη. Και συμπλήρωσε, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη: «Όταν ακούς ''τάξη'' ανθρώπινο κρέας μυρίζει».
Και ύστερα ο λόγος του Περικλή αντήχησε, μέσα από του αιώνες:
«Την γαρ χώραν ...ελευθέραν δι' αρετήν παρέδωσαν»
Τούτη τη Νεοελληνική Πατρίδα, οι πρόγονοι, οι αφανείς Κλέφτες και Αρματολοί του 1821 — κι ας αφήσουν τα «πολιτκώς ορθά» οι Ευρωπουλημένοι τουρκόφιλοι —, μας την παρέδωσαν ελεύθερη, μέχρι τώρα (αύριο;), με την παλικαριά τους.
Κι ας έκαναν το πάν οι κοτζαμπάσηδες να μείνει η χώρα όπως ήταν. Κατατρέχοντας τους ραγιάδες και πριν την επανάσταση και μετά.
«Πρόσθες ακόμη τα ανυπόφορα κακά όπου καθημερινώς δοκιμάζουσιν από τους αχρείους επιστάτας του τυράννου...όπου κράζονται προεστοί και άρχοντες, οίτινες από την βρωμερά συνήθειαν έχασαν σχεδόν την εντροπήν των ανθρώπων και τον φόβον του Θεού.» (Ελληνική Νομαρχία).
«Και σκότωναν οι τύραγνοι κι οι τουρκοκοτζαμπασήδες» (Μακρυγιάννης)
Κι ας έφερναν χίλια δυο προσκόμματα οι άρχοντες στους πολεμιστές, που πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την Αγία, για της Πατρίδος την Ελευθερία.»
«Η αιτία του κακού είναι οι άρχοντες όχι φιλότιμοι, ουδέ τόσο φιλόδοξοι, όσον φιλόπλουτοι. Κατακρατούν τα άρματα όχι δια να πολεμήσουν αλλά δια να υπερασπίσουν τα πλούτη των και κοντά εις τούτο σφετερίζονται και όλα της Πατρίδος τα δικαιώματα» (Θ. Κολοκοτρώνης).
Κι ας αφήσουν τις πουστιές — πουστιά: ανθρώπινη ιδιότητα, ανεξάρτητη από φύλο ή σεξουαλική προτίμηση — οι πολυπολιτισμικοί φλώροι. «Σαφή δ' ακούεις εξ ελευθεροστόμου γλώσσης.» (Αισχύλος).
Ορισμένες φορές, στη ζωή και στην πολιτική, κάτω από τη δήθεν σωφροσύνη και τον «ρεαλισμό», κρύβεται η ανανδρία.
«Το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα». Μας το 'μαθε ο Θουκυδίδης.
Κρύβεται, το:
«Ούτε καν θα μαχότανε. Γιατί έτσι και μαχότανε σίγουρα θα χεζότανε: αλλ' ουκ αν μαχαίσετο. Χαίσετο γαρ ή μαχαίσετο:», του Αριστοφάνη.
Και ΕΚΕΙΝΟΣ σκέφτηκε πως, μέσα στο μισοσκόταδο της Εσπερίας, της αποδυνάμωσης των αρχών της ανθρωπιάς και της υψηλοφροσύνης, όπου θέλουν να μας βυθίσουν οι ρεαλιστές μας, κάπου εκεί, πέρα από την ασυλλόγιστη παγκοσμιοποιημένη δυτικό-δουλοφροσύνη των «πολιτικών» μας και πολλών «πολιτών», αχνοφέγγει το ελευθερόστομο Τόλμησον φρονείν.
Είμαστε ρεαλιστές, ζητούμε το αδύνατο, γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουμε να πετύχουμε το βέλτιστο.
Οι ρινόκεροι, πια, είχαν καταλάβει την Ξενοχώρα. Είχε μείνει μόνος. ΕΚΕΙΝΟΣ ο Άνθρωπος. Ο Μόνος Άνθρωπος.
«Και μέχρι να 'ρθει το τέλος θα παραμείνω Άνθρωπος. ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑΣ!
«Γοργά από τα μάτια μου, άντε χάσου. ΑΓΑΜΟΙΘΥΤΑΙ Τροϊκάνοι!» Φώναξε
ΕΚΕΙΝΟΣ. Και πήρε το τραγούδι, το «άξιον εστί», να σιγοτραγουδάει:
«Ήρθαν/ ντυμένοι « φίλοι»/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ το παμπάλαιο χώμα πατώντας./
ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΔΕΝ ΕΔΕΣΕ ΠΟΤΕ ΜΕ ΤΗ ΦΤΕΡΝΑ ΤΟΥΣ. Έφτασαν/ ντυμένοι «φίλοι»/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας./
Και τα ΔΩΡΑ τους άλλα δεν ήτανε/ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΙΔΕΡΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ /ΜΟΝΟ ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΣΙΔΕΡΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ.
Ήρθαν/ με τα χρυσά σειρήτια/ τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία./ ... «ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΕΙΠΑΝ, Ο ΚΑΠΝΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ...»
Κι' ακούστηκε το βροντερό μήνυμα από τα βάθη των αιώνων, με τη φωνή του Αισχύλου:
«ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΝΕΝΑ ΧΑΛΙΝΑΡΙ ΔΕΝ ΣΦΙΓΓΕΙ ΣΑΝ ΑΛΛΟΤΕ. Ο ΛΑΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ ΝΑ ΜΙΛΑ ΔΙΧΩΣ ΦΟΒΟ: Ουδ΄ έτι γλώσσα βροτοίσιν εν φυλακαίς. Λέλυται γαρ λαός ελεύθερα βάζειν».
Η εικόνα χάθηκε, ξαφνικά, από το «γυαλί». Ένα μαύρο σεντόνι απλώθηκε στην οθόνη της τηλεόρασης και σιωπή. Άγρια ποδοβολητά και μουγκανητά άρχισαν ν' ακούγονται στο βάθος του άδειου «κουτιού».
Όταν ξαναήρθε η εικόνα στο γυαλί, τρεις Ρινόκεροι κάθονταν, μπροστά σε αραδιασμένα μικρόφωνα, σε ένα μακρόστενο τραπέζι, στα πλατό των ειδήσεων όλων των τηλεοπτικών σταθμών της Ξενοχώρας.
Με ακατάληπτη γλώσσα, ο μεσαίος Ρινόκερος μουγκάνιζε, «διαβάζοντας» από ένα χαρτί που είχε μπροστά του. Αρκετά συχνά, σήκωνε, επιτιμητικά ή απειλητικά, την οπλή του μαλλιαρού δεξιού του άνω άκρου, κοιτώντας, με δυσοίωνο βλέμμα, τους υποτελείς ή υποτιθέμενους — η μετάφραση στη γλώσσα των κωφαλάλων δεν ήταν σαφής — τηλεθεατές τους. Ναι, ήταν δικοί τους! Αυτοί τους είχαν επιλέξει.
Στην αρχή, και οι τρεις Ρινόκεροι μαζί, σε χορωδιακό μουγκανητό, είπαν (σε μετάφραση από τη γλώσσα των κωφαλάλων):
— «Γι' αυτούς... ο καπνός της θυσίας».
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
— Πουλήστε. Πουλήστε τη Δημόσια περιουσία σας.
Και κρατώντας το ίσο, ο ντόπιος σφουγγοκωλάριος, που, ήδη, το καρούμπαλο του ρινοκέρατου άρχιζε να φουσκώνει στο κούτελο του κενού του κρανίου, μουρμούρισε:
— Έτσι κι αλλιώς είναι αναξιοποίητη. Δεν ξέρουμε καν που βρίσκεται, ούτε και πόση είναι. Και την έχουμε αφήσει να καταπατηθεί.
Κι ΕΚΕΙΝΟΣ αναρωτήθηκε: «Γιατί;»
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
— Πουλήστε τις Δ.Ε.Κ.Ο. σας.
Και σε ήχο πλάγιο ο σφουγγοκωλάριος με το ρινοκέρατο:
— Ναι, οι περισσότερες είναι ζημιογόνες. Και η κακοδιαχείριση και η διαπλοκή και η διαφθορά ζουν και βασιλεύουν εκεί μέσα.
Και αναρωτήθηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Και δεν φταίει κανείς σας γι' αυτό; Κανείς δεν θα πληρώσει το φαγοπότι των πρασινογάλαζων κομματαρχών και των διορισμένων τους κοπριτών, κατά Πάγκαλον, που ''τα έφαγαν μαζί;''».
Κι απάντηση δεν πήρε από τις εξεταστικές των πραγμάτων επιτροπές.
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος, με συγκατάβαση:
— Εντάξει, μην πουλήσετε την Ακρόπολη. Κρατείστε και τ' αγάλματα των θεών και θεαινών σας. Του Απόλλωνα και της Αθηνάς και...» (είχε και κλασική μόρφωση (!) ο βάρβαρος Ευρωπαίος Ρινόκερος).
Και αναρωτήθηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Το άγαλμα του Απόλλωνα! Που μας παίζει τη χαυνωτική του τη λύρα για να ξεχνάμε τα βάσανα, που οι ίδιοι φορτωθήκαμε, όταν, αφού φάγαμε τα βόδια του, σαν βόδια, «ξαπλώσαμε στης γης την πλάτη ανίδεοι και χορτάτοι», όπως λέει ο Σεφέρης; Το άγαλμα της Αθηνάς! Που φωτίζει τη διαμαντοποίκιλτη απαιδευσιά μας, στημένο
έξω από το (Π)ανεπιστήμιό μας: «... φυτώριον αγραμμάτων. Κλίβανος προς εκκόλαψιν ορνιθίων.» που λέει κι ο Ροΐδης;
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος:
— Εντάξει, μην πουλάτε το Άγιον Όρος σας. Κρατείστε και τον Όλυμπό σας και την Γκιώνα σας. Ακόμη και τις ραχούλες σας, όπως λέει κι ο κ. Παπακωνσταντίνου των Οικονομικών. Μην πουλάτε τις ραχούλες σας.
Και σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Ο μοναχός Εφραίμ, το έχει ξεπουλήσει μοναχός του, ταις πρεσβείαις των (συν)αδελφών του Δουκός της Βιστωνίδος, και των άλλων «αγίων», κατά το πόρισμα της εξεταστικής. Και πια, δεν «βρόντα ο Όλυμπος», ούτε κι «αστράφτει η Γκιώνα», για τη «χιλιάκριβη τη Λευτεριά». Και οι ραχούλες, — «Πάνω σε ψηλή ραχούλα/κάθεται μια βλαχοπούλα» — γεμίσανε βιλάρες. Και το κλαρίνο σώπασε, κι ακούγεται μονάχα η κλανιά της εξάτμισης των πόρσε, των φεράρι και των χάμμερ των μεγαλοκηφήνων.»
Και συνέχισε ο μεσαίος Ρινόκερος, πονηρά:
— Και τα νησιά σας. Δεν σας ζητάμε να πουλήσετε τα νησιά σας. Ίσως, μόνο, μερικές ακατοίκητες βραχονησίδες, που τις γδέρνει το κύμα και μερικά αγριοκάτσικα.
Και θύμωσε τότε ΕΚΕΙΝΟΣ:
«Ακατοίκητοι κενόκρανοι. Μια «Κυρά της Ρο», πάντα, περήφανα θα σηκώνει, κάθε μέρα, τη σημαία της ελληνικής Πατρίδας, σε αυτές τις βραχονησίδες. Μα τι νιώθετε εσείς, οι σκατοκέφαλοι ρινόκεροι, από περηφάνια και Πατρίδα. Το παγκόσμιο χωριό που δημιουργήσατε, παγκοσμιοποιημένοι χωριάτες, δεν έχει στο λεξικό του τέτοιες λέξεις: Πατρίδα, Έθνος, Αξιοπρέπεια, Φιλότιμο, Ανθρωπιά.
Στον ρυθμό του Δολαρίου, της Λίρας, του Ευρώ, του Γιεν, χτυπάει η χρηματισμένη σας καρδιά. Με χρήμα, μόνο με χρήμα, είναι παραγεμισμένο το άδειο σας κεφάλι. Χορτασμένοι, κορεσμένοι, κοκορόμυαλοι αυθαδιάζετε. Γιατί «Αυθάδεια γεννά η χόρταση, όταν πολλά πέσουν πλούτη, σε ανθρώπους που δεν έχουνε το νου τους μετρημένον: τίκτει γαρ κόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπηται ανθρώποισιν όσοις μη νόος άρτιος η.» (Σόλων).
«Ας μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βεβαιώνεται η κακότητά σας: Μη επιλίποι υμάς πλούτος, Εφέσιοι, ίν' εξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.»! Χλευάζει, ο δικός μας, Ηράκλειτος. Και σε ήχο πλάγιο κανοναρχεί, ο δικός μας, Σοφοκλής: «Δεν φύτρωσε χειρότερο κανένα κακό στον κόσμο από το χρήμα. Αυτό γκρεμίζει πόλεις. Μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης... και να κάνει κάθε βρομιά: Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίο άργυρος κακόν νόμισμ' έβλαστε. Τούτο και πόλεις πορθεί, ... πανουργίας δ' έδειξεν ανθρώποις έχειν... και παντός έργου δυσέβειαν ειδέναι.»
Για τον Έλληνα άνθρωπο, και όχι τον εσμό των Νέο-Ελληναράδων — Ω Ελλάδα πρώτη χώρα τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα (Ροΐδης) —και των πολιτισμένων βαρβάρων της Εσπερίας, «την Αρετή ασκώντας η Ελλάς και τη φτώχεια και τη σκλαβιά αντιμάχεται: Αρετή διαχρωμένη η Ελλάς, την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην.» (Ηρόδοτος).
Αυτή η αρετή των Ελλήνων πλουτίζει την Ελλάδα με ανθρωπιά, κι ας είναι φτωχή σε χρήμα. Ανθρωπιά, που τη χαλάσατε εσείς, οι άρχοντες, οι παγκοσμιόπληκτοι, και κάνατε τους Έλληνες και την Ελλάδα ψωροκώσταινα, σαν τα μούτρα σας, έτοιμοι να τη δώσετε αντιπαροχή για ένα τριάρι στις Βρυξέλλες.
Λοφάγε, Δημοβόρε εξουσιαστή, ξέχασες πως: «Αισχρόν έστι σιγάν της Ελλάδος πάσης αδικούμενης.» (Δημοσθένης). Ξέχασες, αυτό που το βροντοφωνάζει ο Άγγλος ποιητής Πέρσυ Σέλεϋ (Percy Shelley): «Όλοι μας είμαστε Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα. Αν δεν ήταν η Ελλάδα, η Ρώμη, ο ινστρούχτορας, ο κατακτητής, η μητρόπολις των
προγόνων μας, δεν θα είχε διασπείρει καμιά διαφώτιση με τα όπλα της και εμείς μπορεί ακόμη να ήμασταν άγριοι και ειδωλολάτρες».
Δεν απαριθμώ άλλα κυβερνητικά προσόντα, τα οποία λείπουν από την Κυβέρνησή σας, είπε ΕΚΕΙΝΟΣ, μαζί με τον Ροΐδη: «ου μόνον εκ φόβου μακρηγορίας, αλλά και διότι είναι ως να εξήταζα πόσα άλλα, πλην των ποδών, ελλείπουσιν εις χωλόν, όπως διαπρέψει ως χορευτής»
Οι κάτοικοι της Ξενοχώρας είχαν μείνει άναυδοι.
Στα δελτία ειδήσεων οι σχολιαστές σχολίαζαν πως ήταν ανεπίτρεπτο, έως προσβλητικό, έως προκλητικό, τρία παχύδερμα να δίνουν συνέντευξη για την τύχη της χώρας, ενώ αυτό θα έπρεπε να γίνει από κυβερνητικά, λέει, παχύδερμα.
Διάφοροι αναλυτές, πιο πραγματιστές, διατύπωναν την άποψη (οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες: καθένας έχει κι από μία), πως, αφού χρωστάμε, θα πρέπει να αξιοποιηθούμε — απέφευγαν τη λέξη ξεπουληθούμε όπως ο ρινόκερος το λιβάνι —, θεωρώντας το «ξεπουληθούμε» και ως μη «πολιτκώς ορθό».
Στα σπίτια, στα καφενεία, στους δρόμους, στις πλατείες όλης της Ξενοχώρας, ακούγονταν ποδοβολητά και βρυχηθμοί. Οι ρινόκεροι πλήθαιναν και ξεχύνονταν στους δρόμους μανιασμένοι.
Κάποιοι «νουνεχείς», ψύχραιμοι και ρεαλιστές, έλεγαν: «Μη φοβάστε. Δεν θα σας ορμήσουν. Αν σκύψετε, δεν θα σας πειράξουν. Μια αβλαβή διέλευση από την υφαλοτρυπίδα σας θα επιχειρήσουν».
Αυτοί ήταν εθισμένοι στο ψυχραίμως «κωλοπροβάλλειν», σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ.
Κάποιοι άλλοι, επίσης πραγματιστές και φυσιογνωμιστές συνάμα, καθησύχαζαν τον κόσμο: «Δεν είναι κακοί. Θα έλεγα μάλιστα πως διαθέτουν μια φυσική ομορφιά βορείου ΦΥΡΟΜατος. Τι σημασία έχει ένα ''όνομα'', που σε δέκα χρόνια θα έχει ξεχαστεί! Αν καθόμαστε να συζητάμε για τέτοια πράγματα, πώς θα ζήσουμε...». Μέσα στον βούρκο σας, συμπλήρωσε ΕΚΕΙΝΟΣ.
Αυτοί ήταν οι ανοϊκοί της ιστορίας. Οι «πολιτικώς ορθοί», ορθοτομούντες τον λόγον της εαυτών ανοησίας, εν ονόματι της πολυπολιτισμικότητας και του πλουραλισμού.
Άλλοι, σίγουροι για τον εαυτό τους, με δόση κυνικής μοιρολατρίας, έλεγαν: «Χωνέψτε το. Πάρτε το απόφαση. Μην το παίρνετε κατάκαρδα. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εμείς τους καλέσαμε. Η σωτηρία της Πατρίδας είναι μονόδρομος».
Ήταν οι πατριδέμποροι, που έσκουζαν για να φοβηθούν οι πατριώτες. Σκέφτηκε ΕΚΕΙΝΟΣ
Κάποιοι από τους Ανθρώπους διαμαρτυρήθηκαν. Πέταξαν προκηρύξεις. Γιουχάισαν τον κοιλαρά εξουσιαστή. Μα οι σώφρονες, με το καρούμπαλο στο κούτελο, είπαν: «Είσθε υπερβολικοί. Και δεν έχετε το δικαίωμα να μπερδεύεστε στα πόδια της εξουσίας. Αφήστε την να κάνει τη δουλειά της. Είναι τελείως κουτό να μην θέλετε να σωθείτε.» Έτσι κανοναρχούσαν οι σωτήρες, σφουγγοκωλάριοι κάθε εξουσίας.
ΕΚΕΙΝΟΣ άρχισε να ψάλει μαζί με τον Κάλβο:
«Και τώρα εις προστασίαν μας/ τα χέρια σας απλώνετε! Τραβήξετέ τα οπίσω/ βλέπει ο Θεός και αστράπτει δια τους πανούργους. ... Της θαλάσσης καλήτερα/Φουσκωμένα τα κύματα να πνίξουν την πατρίδα μου/ωσάν απελπισμένην
έρημον βάρκαν Παρά προστάτας να έχωμεν.»
Τέλος, κάποιοι «λογικοί», με λογικό ρινοκέρατο στο κούτελο, έβγαλαν το συμπέρασμα: «δεν έχετε επιχειρήματα. Είστε παθιασμένοι. Τόσο έξαλλοι. Συμπλεγματικοί ακτιβιστές. Δεν κάνετε διάλογο. Διασαλεύετε την τάξη».
Αυτοί ήταν οι υποκριτές του προσχηματικού διαλόγου της «φιλολαϊκής» εξουσίας.
«Ο διάλογος, με αυτόν που διαφωνείς, είναι αδύνατος. Με αυτόν που συμφωνείς. δεν έχει νόημα», μουρμούρισε ΕΚΕΙΝΟΣ, μαζί με τον Παναγιώτη Κονδύλη. Και συμπλήρωσε, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη: «Όταν ακούς ''τάξη'' ανθρώπινο κρέας μυρίζει».
Και ύστερα ο λόγος του Περικλή αντήχησε, μέσα από του αιώνες:
«Την γαρ χώραν ...ελευθέραν δι' αρετήν παρέδωσαν»
Τούτη τη Νεοελληνική Πατρίδα, οι πρόγονοι, οι αφανείς Κλέφτες και Αρματολοί του 1821 — κι ας αφήσουν τα «πολιτκώς ορθά» οι Ευρωπουλημένοι τουρκόφιλοι —, μας την παρέδωσαν ελεύθερη, μέχρι τώρα (αύριο;), με την παλικαριά τους.
Κι ας έκαναν το πάν οι κοτζαμπάσηδες να μείνει η χώρα όπως ήταν. Κατατρέχοντας τους ραγιάδες και πριν την επανάσταση και μετά.
«Πρόσθες ακόμη τα ανυπόφορα κακά όπου καθημερινώς δοκιμάζουσιν από τους αχρείους επιστάτας του τυράννου...όπου κράζονται προεστοί και άρχοντες, οίτινες από την βρωμερά συνήθειαν έχασαν σχεδόν την εντροπήν των ανθρώπων και τον φόβον του Θεού.» (Ελληνική Νομαρχία).
«Και σκότωναν οι τύραγνοι κι οι τουρκοκοτζαμπασήδες» (Μακρυγιάννης)
Κι ας έφερναν χίλια δυο προσκόμματα οι άρχοντες στους πολεμιστές, που πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την Αγία, για της Πατρίδος την Ελευθερία.»
«Η αιτία του κακού είναι οι άρχοντες όχι φιλότιμοι, ουδέ τόσο φιλόδοξοι, όσον φιλόπλουτοι. Κατακρατούν τα άρματα όχι δια να πολεμήσουν αλλά δια να υπερασπίσουν τα πλούτη των και κοντά εις τούτο σφετερίζονται και όλα της Πατρίδος τα δικαιώματα» (Θ. Κολοκοτρώνης).
Κι ας αφήσουν τις πουστιές — πουστιά: ανθρώπινη ιδιότητα, ανεξάρτητη από φύλο ή σεξουαλική προτίμηση — οι πολυπολιτισμικοί φλώροι. «Σαφή δ' ακούεις εξ ελευθεροστόμου γλώσσης.» (Αισχύλος).
Ορισμένες φορές, στη ζωή και στην πολιτική, κάτω από τη δήθεν σωφροσύνη και τον «ρεαλισμό», κρύβεται η ανανδρία.
«Το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα». Μας το 'μαθε ο Θουκυδίδης.
Κρύβεται, το:
«Ούτε καν θα μαχότανε. Γιατί έτσι και μαχότανε σίγουρα θα χεζότανε: αλλ' ουκ αν μαχαίσετο. Χαίσετο γαρ ή μαχαίσετο:», του Αριστοφάνη.
Και ΕΚΕΙΝΟΣ σκέφτηκε πως, μέσα στο μισοσκόταδο της Εσπερίας, της αποδυνάμωσης των αρχών της ανθρωπιάς και της υψηλοφροσύνης, όπου θέλουν να μας βυθίσουν οι ρεαλιστές μας, κάπου εκεί, πέρα από την ασυλλόγιστη παγκοσμιοποιημένη δυτικό-δουλοφροσύνη των «πολιτικών» μας και πολλών «πολιτών», αχνοφέγγει το ελευθερόστομο Τόλμησον φρονείν.
Είμαστε ρεαλιστές, ζητούμε το αδύνατο, γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουμε να πετύχουμε το βέλτιστο.
Οι ρινόκεροι, πια, είχαν καταλάβει την Ξενοχώρα. Είχε μείνει μόνος. ΕΚΕΙΝΟΣ ο Άνθρωπος. Ο Μόνος Άνθρωπος.
«Και μέχρι να 'ρθει το τέλος θα παραμείνω Άνθρωπος. ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑΣ!
«Γοργά από τα μάτια μου, άντε χάσου. ΑΓΑΜΟΙΘΥΤΑΙ Τροϊκάνοι!» Φώναξε
ΕΚΕΙΝΟΣ. Και πήρε το τραγούδι, το «άξιον εστί», να σιγοτραγουδάει:
«Ήρθαν/ ντυμένοι « φίλοι»/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ το παμπάλαιο χώμα πατώντας./
ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΔΕΝ ΕΔΕΣΕ ΠΟΤΕ ΜΕ ΤΗ ΦΤΕΡΝΑ ΤΟΥΣ. Έφτασαν/ ντυμένοι «φίλοι»/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας./
Και τα ΔΩΡΑ τους άλλα δεν ήτανε/ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΙΔΕΡΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ /ΜΟΝΟ ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΣΙΔΕΡΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ.
Ήρθαν/ με τα χρυσά σειρήτια/ τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία./ ... «ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΕΙΠΑΝ, Ο ΚΑΠΝΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ...»
Κι' ακούστηκε το βροντερό μήνυμα από τα βάθη των αιώνων, με τη φωνή του Αισχύλου:
«ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΝΕΝΑ ΧΑΛΙΝΑΡΙ ΔΕΝ ΣΦΙΓΓΕΙ ΣΑΝ ΑΛΛΟΤΕ. Ο ΛΑΟΣ ΕΙΝΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ ΝΑ ΜΙΛΑ ΔΙΧΩΣ ΦΟΒΟ: Ουδ΄ έτι γλώσσα βροτοίσιν εν φυλακαίς. Λέλυται γαρ λαός ελεύθερα βάζειν».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου