Ξεκίνησε ο ΟΟΣΑ να αναζητά το θεσμικό πλαίσιο για το
ηλεκτρονικό εμπόριο και έπεσε πάνω στον αναχρονιστικό και πολύπλοκο νόμο
για την προστασία του καταναλωτή.
Έτσι, οι ειδικοί του Οργανισμού φέρνοντας την «εργαλειοθήκη Νο3» στην Ελλάδα προτείνουν τη μεταρρύθμιση του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου που χρονολογείται από το 1994 και έκτοτε έχει τροποποιηθεί πολλές φορές. Αλλαγές που φέρνουν ανατροπές στην αγορά.
Η σημερινή μορφή του νόμου 2251/1994 με σκόρπιες και αντικρουόμενες διατάξεις προκαλεί σύγχυση τόσο στους ίδιους τους καταναλωτές ως προς τα δικαιώματά τους όσο και στους επιχειρηματίες ως προς τις υποχρεώσεις τους. Τα παραπάνω προκύπτουν από τη χθεσινή παρουσίαση του πρώτου τομέα της τρίτης εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ και αφορούσε την αξιολόγηση των συνθηκών του ανταγωνισμού στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Έπονται άλλοι τρεις τομείς οι κατασκευές, το χονδρεμπόριο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τους οποίους ο Οργανισμός θα έχει ολοκληρώσει το έργο του, τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Στη διάρκεια χθεσινής ενημέρωσης των δημοσιογράφων από τον επικεφαλής οικονομολόγο της γενικής διεύθυνσης Ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ Σον Ένις (Sean Ennis) γνωστοποιήθηκαν οι συστάσεις για τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή που θα έχουν ως αποτέλεσμα και την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά των ηλεκτρονικών καταστημάτων.
Αποκαλύφθηκαν, όμως, από την έρευνα του Οργανισμού και τα τραγελαφικά σημεία του νόμου, που όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση: «Καταναλωτές και προμηθευτές χρειάζεται συχνά να αναζητήσουν νομική συνδρομή ώστε να ερμηνεύσουν τον νόμο, να κατανοήσουν ποιος καλύπτεται από τις σχετικές διατάξεις και ποιος όχι και υποθέσεις συχνά οδηγούνται στα δικαστήρια».
Οι κύριες συστάσεις του ΟΟΣΑ αφορούν την αλλαγή της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή:
1 Να υιοθετηθεί ενιαίος ορισμός σε όλο το σώμα του κυρίως νόμου περί της προστασίας του καταναλωτή (Νόμος 2251/1994).
Στον ελληνικό νόμο προστασίας του καταναλωτή υπάρχουν πολλαπλοί και αντιφατικοί μεταξύ τους ορισμοί του καταναλωτή που εφαρμόζονται σε διαφορετικούς τομείς της προστασίας του καταναλωτή (γενικοί και καταχρηστικοί όροι συναλλαγών, συμβάσεις ? περιλαμβανομένων εκείνων περί πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως, παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εξ αποστάσεως, ευθύνη των παραγωγών για ελαττωματικά προϊόντα, πώληση αγαθών και σχετικές εγγυήσεις, άδικες εμπορικές πρακτικές, διαφήμιση κ.λπ.) και έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία σύγχυσης και την πρόκληση νομικής αβεβαιότητας. Ο κύκλος των προστατευόμενων προσώπων και η έκταση της προστασίας διαφέρει σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις. Ως καταναλωτές ορίζονται άλλοτε φυσικά ή νομικά πρόσωπα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες και τα οποία αποτελούν τον τελικό αποδέκτη αυτών περιλαμβανομένων των αποδεκτών διαφημιστικών μηνυμάτων ή των εγγυητών και άλλοτε φυσικά πρόσωπα μόνον που ενεργούν εκτός της εμπορικής, βιομηχανικής, επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους ιδιότητας.
2 Να υιοθετηθεί ενιαίος ορισμός του «προμηθευτή» σε όλο το σώμα του κυρίως νόμου περί της προστασίας του καταναλωτή.
Όπως και στην περίπτωση του ορισμού του καταναλωτή, υπάρχουν πολλαπλοί ορισμοί του προμηθευτή στον νόμο περί προστασίας του καταναλωτή, γεγονός που ομοίως δημιουργεί στους προμηθευτές προβλήματα νομικής αβεβαιότητας, καθώς και αυξημένου κόστους νομικής υποστήριξης και συμμόρφωσης.
3 Η απλοποίηση και κωδικοποίηση της κύριας νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή και η ρητή κατάργηση των παρωχημένων και μη ισχυουσών διατάξεων στον τομέα αυτόν.
Η κατακερματισμένη νομοθεσία και η πρακτική της συνεχούς τροποποίησης του νόμου βάσει υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση (του ίδιου νόμου) έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση αυξημένης νομικής αβεβαιότητας και αυξημένα νομικά κόστη για τους προμηθευτές. Προμηθευτές και καταναλωτές πρέπει να κάνουν εκτεταμένη έρευνα για να καταλάβουν ακόμη και ποιες διατάξεις ισχύουν και ποιες όχι. Ο ΟΟΣΑ συστήνει την ρητή και σαφή κατάργηση των παρωχημένων διατάξεων και επίσης συστήνει την απλοποίηση και κωδικοποίηση του Ν. 2251/1994, η οποία θα επιλύσει σε μεγάλο βαθμό την σύγχυση και την ασυνέπεια που προκύπτουν από την κατακερματισμένη νομοθεσία. Δεδομένου ότι η νομοθεσία περί προστασίας του καταναλωτή είναι οριζόντια και έχει εφαρμογή πέραν του ηλεκτρονικού εμπορίου, η απλοποίηση αυτή θα πρέπει να γίνει κατόπιν ευρύτερης διαβούλευσης με τους παράγοντες της αγοράς (πέραν του ηλεκτρονικού εμπορίου).
4 Να διευκρινιστούν οι ορισμοί και η διαφοροποίηση μεταξύ νομικών και εμπορικών εγγυήσεων.
«Νομική εγγύηση» είναι η ελάχιστη νομική προστασία που προσφέρεται στους καταναλωτές σε περίπτωση προϊόντων που είναι ελαττωματικά ή δεν πληρούν τις συνομολογημένες ιδιότητες (οι καταναλωτές μπορούν να απαιτήσουν επισκευή, αντικατάσταση, μείωση τιμής κλπ). Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό δίκαιο, τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν αυτήν την προστασία στους καταναλωτές για μια περίοδο δύο ετών από την παράδοση των προϊόντων. Οι «εμπορικές εγγυήσεις» είναι επιπρόσθετα εχέγγυα που προσφέρει κατ’ επιλογήν ο προσφέρων αυτές (κατασκευαστής, εισαγωγέας, πωλητής κ.τ.λ.), που συχνά προσφέρονται ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού. Οι διατάξεις περί εγγυήσεων είναι και πολύπλοκες και διασκορπισμένες στο εθνικό δίκαιο (εν μέρει στην νομοθεσία περί προστασίας του καταναλωτή και εν μέρει στον Αστικό Κώδικα). Αποτέλεσμα αυτού είναι η διαφαινόμενη έλλειψη κατανόησης των σχετικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και από τους προμηθευτές και από τους καταναλωτές, αλλά και η ασάφεια στην επικοινωνία από πλευράς προμηθευτών και ηλεκτρονικών καταστημάτων. Για παράδειγμα το γεγονός ότι η νομική εγγύηση ισχύει για δύο χρόνια ανεξάρτητα τυχόν εμπορικής εγγύησης που προσφέρει ο προμηθευτής/ πωλητής, συχνά δεν επικοινωνείται ξεκάθαρα στους καταναλωτές. Τελικά οι καταναλωτές δεν ενημερώνονται σωστά, η εμπιστοσύνη τους παραμένει χαμηλή και ο στόχος του νομοθέτη -ιδιαίτερα όσον αφορά την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου- δεν επιτυγχάνεται.
5 Να καταργηθούν κάποιες υποχρεώσεις των τελικών πωλητών σχετικά με τις εμπορικές εγγυήσεις.
Σε αντίθεση με τις νομικές εγγυήσεις, που τείνουν να προσφέρουν το ελάχιστο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, οι εμπορικές εγγυήσεις προσφέρονται στους καταναλωτές πέρα και πάνω από τις νομικές εγγυήσεις, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού στην αγορά. Οι υποχρεώσεις που θέτει ο νόμος στους Έλληνες προμηθευτές (περιλαμβανομένων των παρόχων ηλεκτρονικού εμπορίου) σε σχέση με τις εμπορικές εγγυήσεις, τους επιβαρύνουν περισσότερο από την πρόθεση του Κοινοτικού νομοθέτη (Οδηγία 1999/44/EΚ). Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι εγχώριοι «προμηθευτές», περιλαμβανομένων των παρόχων ηλεκτρονικού εμπορίου, πρέπει να υποστούν το κόστος των εμπορικών εγγυήσεων και των σχετικών επισκευών για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο ακόμη και αν ο αρχικός κατασκευαστής/ προμηθευτής δεν επέλεξε να παρέχει ανάλογη εμπορική εγγύηση. Οι υποχρεώσεις αυτές μεγεθύνονται για τους εγχώριους προμηθευτές εάν συνδυαστούν με τον ευρύ ορισμό του καταναλωτή που ισχύει σ' ‘αυτήν την περίπτωση (νομικά πρόσωπα που είναι τελικοί αποδέκτες λογίζονται επίσης ως καταναλωτές). Στον βαθμό που ανταγωνιστές στο εξωτερικό δεν επιβαρύνονται με παρόμοιες υποχρεώσεις, είναι δυνατόν οι υποχρεώσεις αυτές να συνιστούν εμπόδιο στην δυνατότητα των εγχώριων προμηθευτών να είναι ανταγωνιστικοί. Επιπλέον, η αξία της εμπορικής εγγύησης τελικώς μεταφέρεται στους καταναλωτές μέσω μιας αυξημένης (μερικώς, τουλάχιστον) τιμής του προϊόντος.
6 Η απλοποίηση και κωδικοποίηση της κύριας νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή και η ρητή κατάργηση των παρωχημένων και μη ισχυουσών διατάξεων στον τομέα αυτόν.
Παρακολούθηση και αναθεώρηση εντός δύο ετών του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν στην πράξη οι μηχανισμοί Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ADR) μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών, ώστε να αποφεύγονται δυνητικές καθυστερήσεις και συνωστισμοί.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η εθνική νομοθεσία έχει ενσωματώσει διατάξεις των κοινοτικών διατάξεων για τους μηχανισμούς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών με τέτοιο τρόπο ώστε αφενός οι καταναλωτές να μην υποχρεώνονται όταν έχουν διαφωνίες με προμηθευτές να επικοινωνούν πρώτα μαζί τους και αφετέρου να επιτρέπεται η προσφυγή σε μεσολαβητή χωρίς να υφίσταται κατώτατος περιορισμός ως προς την αξία της συναλλαγής.
Αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα, λέει ο Οργανισμός, την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών (π.χ. μεγάλο όγκο παραπόνων ή παραπόνων για αμελητέες διαφορές). Επιπρόσθετο δυνητικό αποτέλεσμα θα ήταν να καταλήγουν περισσότερες διαφορές ενώπιον των δικαστηρίων δημιουργώντας περαιτέρω καθυστερήσεις, δεδομένων μάλιστα και των προβλημάτων που ήδη υπάρχουν στο δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα (καθυστερήσεις στις εκδικάσεις των υποθέσεων και στην έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων, μεγάλος αριθμός εκκρεμών υποθέσεων, έλλειψη εξειδικευμένων δικαστηρίων, χαμηλή διείσδυση της πληροφορικής κ.λπ.).
Έτσι, οι ειδικοί του Οργανισμού φέρνοντας την «εργαλειοθήκη Νο3» στην Ελλάδα προτείνουν τη μεταρρύθμιση του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου που χρονολογείται από το 1994 και έκτοτε έχει τροποποιηθεί πολλές φορές. Αλλαγές που φέρνουν ανατροπές στην αγορά.
Η σημερινή μορφή του νόμου 2251/1994 με σκόρπιες και αντικρουόμενες διατάξεις προκαλεί σύγχυση τόσο στους ίδιους τους καταναλωτές ως προς τα δικαιώματά τους όσο και στους επιχειρηματίες ως προς τις υποχρεώσεις τους. Τα παραπάνω προκύπτουν από τη χθεσινή παρουσίαση του πρώτου τομέα της τρίτης εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ και αφορούσε την αξιολόγηση των συνθηκών του ανταγωνισμού στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Έπονται άλλοι τρεις τομείς οι κατασκευές, το χονδρεμπόριο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τους οποίους ο Οργανισμός θα έχει ολοκληρώσει το έργο του, τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Στη διάρκεια χθεσινής ενημέρωσης των δημοσιογράφων από τον επικεφαλής οικονομολόγο της γενικής διεύθυνσης Ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ Σον Ένις (Sean Ennis) γνωστοποιήθηκαν οι συστάσεις για τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή που θα έχουν ως αποτέλεσμα και την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά των ηλεκτρονικών καταστημάτων.
Αποκαλύφθηκαν, όμως, από την έρευνα του Οργανισμού και τα τραγελαφικά σημεία του νόμου, που όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση: «Καταναλωτές και προμηθευτές χρειάζεται συχνά να αναζητήσουν νομική συνδρομή ώστε να ερμηνεύσουν τον νόμο, να κατανοήσουν ποιος καλύπτεται από τις σχετικές διατάξεις και ποιος όχι και υποθέσεις συχνά οδηγούνται στα δικαστήρια».
Οι κύριες συστάσεις του ΟΟΣΑ αφορούν την αλλαγή της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή:
1 Να υιοθετηθεί ενιαίος ορισμός σε όλο το σώμα του κυρίως νόμου περί της προστασίας του καταναλωτή (Νόμος 2251/1994).
Στον ελληνικό νόμο προστασίας του καταναλωτή υπάρχουν πολλαπλοί και αντιφατικοί μεταξύ τους ορισμοί του καταναλωτή που εφαρμόζονται σε διαφορετικούς τομείς της προστασίας του καταναλωτή (γενικοί και καταχρηστικοί όροι συναλλαγών, συμβάσεις ? περιλαμβανομένων εκείνων περί πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως, παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εξ αποστάσεως, ευθύνη των παραγωγών για ελαττωματικά προϊόντα, πώληση αγαθών και σχετικές εγγυήσεις, άδικες εμπορικές πρακτικές, διαφήμιση κ.λπ.) και έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία σύγχυσης και την πρόκληση νομικής αβεβαιότητας. Ο κύκλος των προστατευόμενων προσώπων και η έκταση της προστασίας διαφέρει σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις. Ως καταναλωτές ορίζονται άλλοτε φυσικά ή νομικά πρόσωπα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες και τα οποία αποτελούν τον τελικό αποδέκτη αυτών περιλαμβανομένων των αποδεκτών διαφημιστικών μηνυμάτων ή των εγγυητών και άλλοτε φυσικά πρόσωπα μόνον που ενεργούν εκτός της εμπορικής, βιομηχανικής, επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους ιδιότητας.
2 Να υιοθετηθεί ενιαίος ορισμός του «προμηθευτή» σε όλο το σώμα του κυρίως νόμου περί της προστασίας του καταναλωτή.
Όπως και στην περίπτωση του ορισμού του καταναλωτή, υπάρχουν πολλαπλοί ορισμοί του προμηθευτή στον νόμο περί προστασίας του καταναλωτή, γεγονός που ομοίως δημιουργεί στους προμηθευτές προβλήματα νομικής αβεβαιότητας, καθώς και αυξημένου κόστους νομικής υποστήριξης και συμμόρφωσης.
3 Η απλοποίηση και κωδικοποίηση της κύριας νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή και η ρητή κατάργηση των παρωχημένων και μη ισχυουσών διατάξεων στον τομέα αυτόν.
Η κατακερματισμένη νομοθεσία και η πρακτική της συνεχούς τροποποίησης του νόμου βάσει υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση (του ίδιου νόμου) έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση αυξημένης νομικής αβεβαιότητας και αυξημένα νομικά κόστη για τους προμηθευτές. Προμηθευτές και καταναλωτές πρέπει να κάνουν εκτεταμένη έρευνα για να καταλάβουν ακόμη και ποιες διατάξεις ισχύουν και ποιες όχι. Ο ΟΟΣΑ συστήνει την ρητή και σαφή κατάργηση των παρωχημένων διατάξεων και επίσης συστήνει την απλοποίηση και κωδικοποίηση του Ν. 2251/1994, η οποία θα επιλύσει σε μεγάλο βαθμό την σύγχυση και την ασυνέπεια που προκύπτουν από την κατακερματισμένη νομοθεσία. Δεδομένου ότι η νομοθεσία περί προστασίας του καταναλωτή είναι οριζόντια και έχει εφαρμογή πέραν του ηλεκτρονικού εμπορίου, η απλοποίηση αυτή θα πρέπει να γίνει κατόπιν ευρύτερης διαβούλευσης με τους παράγοντες της αγοράς (πέραν του ηλεκτρονικού εμπορίου).
4 Να διευκρινιστούν οι ορισμοί και η διαφοροποίηση μεταξύ νομικών και εμπορικών εγγυήσεων.
«Νομική εγγύηση» είναι η ελάχιστη νομική προστασία που προσφέρεται στους καταναλωτές σε περίπτωση προϊόντων που είναι ελαττωματικά ή δεν πληρούν τις συνομολογημένες ιδιότητες (οι καταναλωτές μπορούν να απαιτήσουν επισκευή, αντικατάσταση, μείωση τιμής κλπ). Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό δίκαιο, τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν αυτήν την προστασία στους καταναλωτές για μια περίοδο δύο ετών από την παράδοση των προϊόντων. Οι «εμπορικές εγγυήσεις» είναι επιπρόσθετα εχέγγυα που προσφέρει κατ’ επιλογήν ο προσφέρων αυτές (κατασκευαστής, εισαγωγέας, πωλητής κ.τ.λ.), που συχνά προσφέρονται ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού. Οι διατάξεις περί εγγυήσεων είναι και πολύπλοκες και διασκορπισμένες στο εθνικό δίκαιο (εν μέρει στην νομοθεσία περί προστασίας του καταναλωτή και εν μέρει στον Αστικό Κώδικα). Αποτέλεσμα αυτού είναι η διαφαινόμενη έλλειψη κατανόησης των σχετικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και από τους προμηθευτές και από τους καταναλωτές, αλλά και η ασάφεια στην επικοινωνία από πλευράς προμηθευτών και ηλεκτρονικών καταστημάτων. Για παράδειγμα το γεγονός ότι η νομική εγγύηση ισχύει για δύο χρόνια ανεξάρτητα τυχόν εμπορικής εγγύησης που προσφέρει ο προμηθευτής/ πωλητής, συχνά δεν επικοινωνείται ξεκάθαρα στους καταναλωτές. Τελικά οι καταναλωτές δεν ενημερώνονται σωστά, η εμπιστοσύνη τους παραμένει χαμηλή και ο στόχος του νομοθέτη -ιδιαίτερα όσον αφορά την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου- δεν επιτυγχάνεται.
5 Να καταργηθούν κάποιες υποχρεώσεις των τελικών πωλητών σχετικά με τις εμπορικές εγγυήσεις.
Σε αντίθεση με τις νομικές εγγυήσεις, που τείνουν να προσφέρουν το ελάχιστο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, οι εμπορικές εγγυήσεις προσφέρονται στους καταναλωτές πέρα και πάνω από τις νομικές εγγυήσεις, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού στην αγορά. Οι υποχρεώσεις που θέτει ο νόμος στους Έλληνες προμηθευτές (περιλαμβανομένων των παρόχων ηλεκτρονικού εμπορίου) σε σχέση με τις εμπορικές εγγυήσεις, τους επιβαρύνουν περισσότερο από την πρόθεση του Κοινοτικού νομοθέτη (Οδηγία 1999/44/EΚ). Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι εγχώριοι «προμηθευτές», περιλαμβανομένων των παρόχων ηλεκτρονικού εμπορίου, πρέπει να υποστούν το κόστος των εμπορικών εγγυήσεων και των σχετικών επισκευών για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο ακόμη και αν ο αρχικός κατασκευαστής/ προμηθευτής δεν επέλεξε να παρέχει ανάλογη εμπορική εγγύηση. Οι υποχρεώσεις αυτές μεγεθύνονται για τους εγχώριους προμηθευτές εάν συνδυαστούν με τον ευρύ ορισμό του καταναλωτή που ισχύει σ' ‘αυτήν την περίπτωση (νομικά πρόσωπα που είναι τελικοί αποδέκτες λογίζονται επίσης ως καταναλωτές). Στον βαθμό που ανταγωνιστές στο εξωτερικό δεν επιβαρύνονται με παρόμοιες υποχρεώσεις, είναι δυνατόν οι υποχρεώσεις αυτές να συνιστούν εμπόδιο στην δυνατότητα των εγχώριων προμηθευτών να είναι ανταγωνιστικοί. Επιπλέον, η αξία της εμπορικής εγγύησης τελικώς μεταφέρεται στους καταναλωτές μέσω μιας αυξημένης (μερικώς, τουλάχιστον) τιμής του προϊόντος.
6 Η απλοποίηση και κωδικοποίηση της κύριας νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή και η ρητή κατάργηση των παρωχημένων και μη ισχυουσών διατάξεων στον τομέα αυτόν.
Παρακολούθηση και αναθεώρηση εντός δύο ετών του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν στην πράξη οι μηχανισμοί Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ADR) μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών, ώστε να αποφεύγονται δυνητικές καθυστερήσεις και συνωστισμοί.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η εθνική νομοθεσία έχει ενσωματώσει διατάξεις των κοινοτικών διατάξεων για τους μηχανισμούς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών με τέτοιο τρόπο ώστε αφενός οι καταναλωτές να μην υποχρεώνονται όταν έχουν διαφωνίες με προμηθευτές να επικοινωνούν πρώτα μαζί τους και αφετέρου να επιτρέπεται η προσφυγή σε μεσολαβητή χωρίς να υφίσταται κατώτατος περιορισμός ως προς την αξία της συναλλαγής.
Αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα, λέει ο Οργανισμός, την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών (π.χ. μεγάλο όγκο παραπόνων ή παραπόνων για αμελητέες διαφορές). Επιπρόσθετο δυνητικό αποτέλεσμα θα ήταν να καταλήγουν περισσότερες διαφορές ενώπιον των δικαστηρίων δημιουργώντας περαιτέρω καθυστερήσεις, δεδομένων μάλιστα και των προβλημάτων που ήδη υπάρχουν στο δικαστικό σύστημα στην Ελλάδα (καθυστερήσεις στις εκδικάσεις των υποθέσεων και στην έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων, μεγάλος αριθμός εκκρεμών υποθέσεων, έλλειψη εξειδικευμένων δικαστηρίων, χαμηλή διείσδυση της πληροφορικής κ.λπ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου