Εχθές συνετελέστει ένα πρωτόγνωρο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα. Η πρόταση
δυσπιστίας κατά μέλους της κυβέρνησης, αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 142
του κανονισμού της Βουλής, νόμιμο δικαίωμα του 1/6 της Βουλής. Η
επίκληση χρονικού ορίου εξαμήνου από προηγούμενη πρόταση, είναι απολύτως
σαφές από την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου του κανονισμού, ότι
αναφέρεται ρητώς και κατηγορηματικώς, σε όμοια πρόταση δυσπιστίας.
Είναι απολύτως σαφές ότι η πρόταση δυσπιστίας κατά του συνόλου της κυβέρνησης και...
η πρόταση κατά μέλους, δεν έχουν καμία ομοιότητα. Η αποδοχή αρχικά από
τον κύριο Σταμάτη της πρότασης, εκ μέρους της κυβέρνησης, και ειδικότερα
η επισήμανσή του ότι δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα της πρότασης,
αποτελεί περίτρανη απόδειξη.
Η ετεροχρονισμένη διαφοροποίηση από τον πρωθυπουργεύοντα κ. Βενιζέλο,
αφού το Προεδρείο είχε διακόψει προκειμένου να ξεκινήσει, με βάση τον
κανονισμό, η τριήμερη συζήτηση, αποτελεί πρωτοφανή εξέλιξη.
Η απουσία του κ. Σαμαρά από τη Βουλή και η διεκπεραίωση του ρόλου του
από τον κο Βενιζέλο, αποτελεί ένα ανοιχτό άδειασμα του πρωθυπουργού προς
τον στενό συνεργάτη του και υπουργό Επικρατείας, κ. Σταμάτη.
Ο Κανονισμός της Βουλής παραβιάστηκε κατάφωρα, και η πρόταση μομφής δεν
συζητήθηκε, μετά από παρέμβαση του «έγκριτου» Συνταγματολόγου κ.
Βενιζέλου και μετά την επίκληση μιας γνωμοδότησης της επιστημονικής
υπηρεσίας η οποία ποτέ δεν παρουσιάστηκε γιατί πολύ απλά ποτέ δεν
υπήρξε. Την ίδια στιγμή άλλες γνωμοδοτήσεις και νομικές απόψεις που
έχουν διατυπωθεί σε ανύποπτο χρόνο και επισημάνθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ,
δεν έγιναν αποδεκτές . (Χρυσόγονος, Καμτσίδου)
Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος της Βουλής υπέπεσε και σε τρία ακόμα
ατοπήματα, διεκπεραιώνοντας την εκτροπή, καθ’ υπαγόρευσιν Βενιζέλου, ως
μη όφειλε:
Πρώτον αρνήθηκε την έναρξη της συζήτησης για τη πρόταση δυσπιστίας κατά
του Υπουργού Οικονομικών, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του. Και
αρνήθηκε την τελική κρίση επί της εγκυρότητας ή μη από το σώμα, στο
τέλος της 3ήμερης διαδικασίας, όπως προβλέπει σαφώς ο Κανονισμός (άρθρο
142 ΚτΒ) και δέχονται όλες οι επιστημονικές απόψεις, ακόμη και αυτές με
διαφορετική ως προς το δια ταύτα εκτίμηση, όπως η αναφερόμενη από τον κο
Βορίδη, άποψη Παραρά.
Δεύτερον, ενώ δήλωσε ότι θα θέσει στο σώμα, έστω και πριν την έναρξη της
συζήτησης, την εγκυρότητα ή μη της πρότασης, τελικά ούτε αυτό έκανε,
αφού μετά την αποχώρηση ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας τις οδηγίες του Βενιζέλου
δεν έθεσε καν το θέμα σε έγκριση του σώματος.
Τρίτον, ενώ όφειλε να διακόψει και να κατέλθει της έδρας μετά τη
κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον του, συνέχισε σα να μη συμβαίνει
τίποτα να προεδρεύει και ερμήνευσε κατά το δοκούν το άρθρο 150 του
κανονισμού, σε σχέση με τη μη διακοπή της διαδικασίας.
Διαβάστε τη Γνωμοδότηση Χρυσόγονου:
Ερώτημα
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξης Τσίπρας μου έθεσε το
ερώτημα εάν είναι επιτρεπτή η υποβολή πρότασης δυσπιστίας ατομικά κατά
υπουργού πριν από την παρέλευση εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση
δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, μέλος της οποίας είναι ο υπουργός.
Απάντηση
Ι. Στην παρ. 2 του άρθρου 84 του Συντάγματος ορίζεται: «Η Βουλή μπορεί
με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από
μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο
εξαμήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας. …».
Το δεύτερο εδάφιο της παραπάνω διάταξης θέτει τον κανόνα ότι για να
υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας πρέπει να έχει παρέλθει τουλάχιστον εξάμηνο
από την απόρριψη της προηγούμενης. Ο κανόνας αυτός έχει βεβαίως νόημα
μόνον όταν πρόκειται για την υποβολή νέας πρόταση δυσπιστίας κατά της
ίδιας κυβέρνησης. Είναι αυτονόητο ότι, εάν εντός του εξαμήνου ορκιστεί
νέα κυβέρνηση, ουδόλως κωλύεται η υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά
αυτής. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή του κανόνα προϋποθέτει την ταυτότητα
του καθ’ ου η πρόταση.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ο παραπάνω κανόνας δεν εφαρμόζεται στην
περίπτωση υποβολής διαδοχικών προτάσεων κατά της κυβέρνησης συλλογικά
και κατά μέλους της ατομικά, οπότε επίσης δεν συντρέχει ταυτότητα του
καθ’ ου η πρόταση. Όπως έχω υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο, η εξάμηνη
προθεσμία δεν εφαρμόζεται παρά μόνο για ταυτόσημες ως προς τον καθ’ ου
προτάσεις, έτσι ώστε η απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης
να μην εμποδίζει την υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά μέλους της πριν
την πάροδο εξαμήνου (Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα
2003, σ. 555).
Την άποψη αυτή, μολονότι είχε υποστηριχθεί παλαιότερα και η αντίθετή της
(βλ. Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975 – Corpus, τόμ. ΙΙΙ, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
1999, σ. 203), επιβεβαιώνει και η πλέον πρόσφατη μονογραφία για την
κυβερνητική ευθύνη που διαθέτει η ελληνική βιβλιογραφία. Σ’ αυτήν
αναφέρεται, επί λέξει, ότι «η προθεσμία αυτή δεν ισχύει, όταν η
προγενέστερη πρόταση μομφής δεν αφορούσε το υπουργικό συμβούλιο στο
σύνολό του ή τον πρωθυπουργό, αλλά μεμονωμένο μέλος της κυβέρνησης… Αν,
δηλαδή, απορριφθεί πρόταση μομφής που στρέφεται κατά της κυβέρνησης, δεν
παρεμποδίζεται η υποβολή νέας, που στοχεύει στην απομάκρυνση υπουργού,
εντός του εξαμήνου» (Ιφ. Καμτσίδου, Το κοινοβουλευτικό σύστημα.
Δημοκρατική αρχή και πολιτική ευθύνη, Εκδ. Σαββάλα 2011, σ. 267).
Εξάλλου, η παραπάνω άποψη επιβεβαιώνεται κατ’ ουσίαν και από δύο
περαιτέρω επιχειρήματα, ένα τελολογικό και ένα συστηματικό. Καταρχάς,
προφανής σκοπός της περί εξαμήνου διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 Συντ.
είναι η διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας, η οποία όμως μόνον από
ενδεχόμενη αποδοχή πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης συλλογικά
κινδυνεύει και όχι από την αποδοχή τέτοιας πρότασης ατομικά κατά
υπουργού. Στη δεύτερη περίπτωση ο υπουργός υποχρεούται μεν σε παραίτηση,
η συνταγματική ωστόσο θέση της κυβέρνησης συλλογικά ουδόλως θίγεται.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 85 Συντ., σύμφωνα με την οποία «τα
μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι Υφυπουργοί είναι συλλογικώς
υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς
για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς του», προκύπτει ότι
διακρίνεται σαφώς η ατομική πολιτική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης
έναντι της συλλογικής ευθύνης της ίδιας της κυβέρνησης (βλ., ενδεικτικά,
Ευ. Βενιζέλου, Μαθήματα συνταγματικού δικαίου, 2η έκδ., Εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα 2008, σ. 559, Κ. Μαυριά, Συνταγματικό δίκαιο Ι, Εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα 2000, σ. 543, Δ. Θ. Τσάτσου, Συνταγματικό δίκαιο, τόμ. Β΄,
Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, 2η έκδ., Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
1993, σ. 292 επ.). Επομένως, η απόδοση ατομικής πολιτικής ευθύνης με την
υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά ορισμένου μέλους της κυβέρνησης είναι
σαφώς διακεκριμένη έναντι της απόδοσης πολιτικής ευθύνης συλλογικά στην
κυβέρνηση.
II. Σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 3 του Κανονισμού της Βουλής, αν
διαπιστωθεί ότι η πρόταση υπογράφεται από τον ελάχιστο απαιτούμενο
αριθμό βουλευτών, η Βουλή διακόπτει τις (νομοθετικές ή άλλες) εργασίες
της και επακολουθεί η έναρξη συζήτησης της πρότασης. Η κατά τη διάταξη
αυτή διαπίστωση γίνεται προφανώς από το Προεδρείο της Βουλής και η
αρμοδιότητα του τελευταίου εξαντλείται σ΄ αυτήν. Ούτε στο άρθρο 142 ούτε
στα άρθρα 11 και 12 και 14 του Κανονισμού, τα οποία καθορίζουν τις
αρμοδιότητες του Προέδρου, των λοιπών μελών του Προεδρείου και της
Διάσκεψης των Προέδρων, περιέχεται οποιαδήποτε πρόβλεψη περί δυνατότητας
του Προεδρείου (ή της Διάσκεψης των Προέδρων) να απορρίψει το ίδιο
πρόταση δυσπιστίας, επειδή κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του
Προεδρείου (ή της Διάσκεψης των Προέδρων) ή προσωπικά του Προέδρου η
πρόταση αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 84 του Συντάγματος
και 142 του Κανονισμού της Βουλής σχετικά με τον χρόνο υποβολής της.
Μόνη αρμόδια να απορρίψει την πρόταση δυσπιστίας, σύμφωνα με τις ανωτέρω
διατάξεις, είναι η Ολομέλεια της Βουλής, αφού εννοείται προηγηθεί
συζήτησή της με τους όρους της παρ. 4 του άρθρου 142 του Κανονισμού της
Βουλής.
Συμπέρασμα
Η απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης δεν εμποδίζει την
υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά μέλους της πριν την πάροδο εξαμήνου και
πάντως μόνη αρμόδια να τη συζητήσει και στη συνέχεια να την απορρίψει
είναι η Ολομέλεια της Βουλής, εφόσον η πρόταση φέρει τις υπογραφές
τουλάχιστον του ενός έκτου του συνόλου των βουλευτών.
Θεσσαλονίκη, 30.03.2014
Κώστας Χ. Χρυσόγονος
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Νομική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης