Ο εορτασμός των Απόκρεων με καρναβάλια made in Rio ουδεμία
σχέση έχει με τις πραγματικές Απόκριες και τις ρίζες των εθίμων αυτών
των ημερών, όπως μας παραδόθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες. Η Αποκριά
είναι στην ουσία της μια αρχέγονη τελετή, με έντονα παγανιστικά
στοιχεία, και με μια ιδιαιτερότητα, ίσως να είναι η μοναδική γιορτή,
στην αυθεντική μορφή της, που δεν μπόρεσε να απορροφήσει ο
χριστιανισμός.
Πως φτάσαμε όμως από τη διονυσιακή λατρεία, πρόγονο των αποκριάτικων εκδηλώσεων, στα δρώμενα που οργανώνονται σήμερα σε πολλές περιοχές της χώρας;
Ο Διόνυσος ως γνωστόν ήταν θεός του κρασιού. Όμως κατά τους πρώτους χρόνους η εξουσία του απλώνονταν σ’ ολόκληρη τη φύση. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της λατρείας του είναι το εκστατικό παραλήρημα που κυριεύει τους πιστούς του, οι οποίοι μέσα από το μεθύσι τους φαντάζονταν πως συμμετείχαν στη θεϊκή φύση του γιου της Σεμέλης και του Διός.
Ο οργιαστικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Συνδέονταν με θορυβώδη γλέντια, που κατέληγαν σε όργια, όπου κυρίως έπαιρναν μέρος οι γυναίκες.
Ο μύθος μας λέει πως από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Ανάβλυζαν πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ενώ από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Κι ήταν τα κορφοβούνια αγαπημένος του τόπος διαμονής, όπου τελούνταν οι γιορτές του, κατά προτίμηση τη νύχτα.
Σ’ όλους σχεδόν τους μύθους, ο Διόνυσος παρουσιάζεται ανάμεσα σε μια φασαριόζικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό.
Τα Διονύσια ήταν πανελλήνιες γιορτές προς τιμή του Διονύσου, με το γενικό χαρακτήρα τους να περιλαμβάνει οινοποσία, ευθυμία, άκρατο ενθουσιασμό, κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές και διθυράμβους.
Στα «Μικρά» ή «κατ’ αγρούς» Διονύσια οι πανηγυριστές αντάλλαζαν σκώμματα και χειρονομίες με τους περαστικούς, ενώ γίνονταν πομπές κανηφόρων, μεταμφιέσεις, φαλλοφορίες και δραματικοί αγώνες προς τιμή του Θεού, αλλά και συμπόσια με μουσική και χορό.
Στα «Μεγάλα Διονύσια τιμούσαν το Θεό με περιφορά του αγάλματος του, φαλλοφορία, θυσία ταύρου και θεατρικούς αγώνες στο θέατρο του ,κάτω απ’ την Ακρόπολη
Τα αποκριάτικα δρώμενα που αναβιώνουν σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έλκουν την προέλευση τους από αυτές τις διονυσιακές γιορτές, όπου σουλατσάρουν, εξυμνούν, τραγουδούν ή σχολιάζουν τον «πρωταγωνιστή» φαλλό.
Κοινό χαρακτηριστικό σ’ αυτά τ’ αποκριάτικα «δρώμενα» είναι η συμβολική τέλεση της σεξουαλικής πράξης, που προκαλεί το γενετήσιο ένστικτο με την αμοιβαία έλξη ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα αιδοία, τα εξωτερικά γεννητικά όργανα στον άνδρα ή τη γυναίκα, έχουνε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τους μασκερεμένους, τ’ αποκριάτικα δαιμονικά, ο Αριστοφάνης ονομάζει «Ονοκώλες». Ο λαός μας, εύστοχα, στο πλούσιο λεξιλόγιό του, έδωσε τις πιο χαρακτηριστικές ονομασίες, που φανερώνουν ανάγλυφα κι αδρά τόσο την εμφάνιση όσο και τη φασαριόζικη παρουσία τους: Γιανίτσαροι, Κουδουνάτοι, Μωμόεροι, Κουκούγεροι, Καμουζέλες, Μούσκαροι, Κουδουνάδες, Τράγοι, Προσώπεια, Μουτζούνες και πιο κοινά, Μασκαράδες και Καρνάβαλοι.
Φαλλικά δρώμενα διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας από τη Λέσβο και την Ξάνθη ως το Ρέθυμνο και τη Σίφνο.
Τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, οι χοροί, οι γιορτές και οι παραδόσεις μας είναι ο κρίκος που ενώνει τον αρχαίο, βυζαντινό και σημερινό ελληνισμό. Έτσι και οι Αποκριές έχουν την καταγωγή τους και σχετίζονται με τα «Διονύσια» και τα «Ανθεστήρια».
Οι περισσότερες από τις διονυσιακές γιορτές και έθιμα των αρχαίων Ελλήνων πέρασαν στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τα χρόνια μας με τη βοήθεια και της ανεξιθρησκείας, που κατοχύρωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος με το διάταγμα των Μεδιολάνων. Επίσης, συνετέλεσε και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που τάχθηκε υπέρ της ειδωλολατρίας των αρχαίων, με διατάγματα.
Η φιλοσοφία των αποκριάτικων εθίμων εστιάζεται στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση ιεραρχίας και στην κατάργηση καθιερωμένων ορίων.
Από τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες, που ξεδιπλώνονται στον κύκλο του χρόνου, πιο ανθεκτικές αποδείχτηκαν εκείνες των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο το μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα.
Έθιμα, πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του.
Στις γιορτές και ιεροτελεστίες με φανερή παγανιστική αγροτική προέλευση, ανήκει η νεοελληνική αγροτική Αποκριά. Σε μια κρίσιμη καμπή του χρόνου, στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, οι άνθρωποι με αυτές τις προεαρινές τελετουργίες και το ξέφρενο ξέσπασμα χαράς πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου.
Κορυφαία γιορτή χαράς και ανανέωσης για το λαϊκό άνθρωπο, η Αποκριά παρέμεινε η μόνη καθαρά εξωεκκλησιαστική λατρευτική ψυχαγωγική γιορτή, που τυπικοί μόνο δεσμοί τη συνδέουν με το χριστιανικό εορτολόγιο.
Όπως αναφέρει η λαογράφος – εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου, «με τη συνειδητοποίηση του παράλογου κάθε κοινωνικής διάκρισης και του αυταπόδεικτου της πανανθρώπινης ισότητας, η ανατροπή προκύπτει σαν φυσικό και εύλογο επακόλουθο». Ανατροπή, που σε επίπεδο «εικόνας» συντελείται «μέσα από τις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα, όπου τα άτομα δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από φύλο, ούτε από την ηλικία, ούτε καν από το ζωικό είδος τους: Οι άντρες γίνονται γυναίκες, οι γυναίκες άντρες, οι φτωχοί αρχοντάδες, οι παλαβοί βασιλιάδες, οι γριές λεχώνες, οι άνθρωποι ζώα, οι ιερουργίες φάρσες, μέσα σ’ ένα γενικό χαοτικό κλίμα, όπου η τρέλα αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η κατάχρηση τη συνήθη λιτότητα, ο αισθησιασμός την εγκράτεια, η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα τον αυστηρό έλεγχο, η αταξία την τάξη.
Με αντίστοιχο τρόπο συντελείται η ανατροπή και σε επίπεδο «λόγου», που είναι ο κωμικός λόγος, και κυρίως ο λόγος των τραγουδιών, τα οποία απηχούν όλο το σύστημα ιδεών, αξιών και αναπαραστάσεων για το φυσικό κόσμο και την κοινωνία, ιδωμένο όμως με την οπτική του καρναβαλιού, άρα αντεστραμμένο.
Η Αποκριά αποτελεί μέχρι σήμερα, πραγματικά, ένα εθιμικό «μνημείο» για τους λαογράφους καθώς διατηρεί γνήσια στοιχεία του παρελθόντος και, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια λυτρωτική «όαση» για το λαό, ο οποίος επιμένει, παρά και ενάντια, ορισμένες φορές, στα ξένα πρότυπα του καρναβαλιού, να εκφράζει τις αγωνίες και τις ελπίδες του με την ανατρεπτική, χιουμοριστική, αθυρόστομη και «μαγική» διάθεση αυτών των ημερών.
Πηγή
Πως φτάσαμε όμως από τη διονυσιακή λατρεία, πρόγονο των αποκριάτικων εκδηλώσεων, στα δρώμενα που οργανώνονται σήμερα σε πολλές περιοχές της χώρας;
Ο Διόνυσος ως γνωστόν ήταν θεός του κρασιού. Όμως κατά τους πρώτους χρόνους η εξουσία του απλώνονταν σ’ ολόκληρη τη φύση. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της λατρείας του είναι το εκστατικό παραλήρημα που κυριεύει τους πιστούς του, οι οποίοι μέσα από το μεθύσι τους φαντάζονταν πως συμμετείχαν στη θεϊκή φύση του γιου της Σεμέλης και του Διός.
Ο οργιαστικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Συνδέονταν με θορυβώδη γλέντια, που κατέληγαν σε όργια, όπου κυρίως έπαιρναν μέρος οι γυναίκες.
Ο μύθος μας λέει πως από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Ανάβλυζαν πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ενώ από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Κι ήταν τα κορφοβούνια αγαπημένος του τόπος διαμονής, όπου τελούνταν οι γιορτές του, κατά προτίμηση τη νύχτα.
Σ’ όλους σχεδόν τους μύθους, ο Διόνυσος παρουσιάζεται ανάμεσα σε μια φασαριόζικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό.
Τα Διονύσια ήταν πανελλήνιες γιορτές προς τιμή του Διονύσου, με το γενικό χαρακτήρα τους να περιλαμβάνει οινοποσία, ευθυμία, άκρατο ενθουσιασμό, κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές και διθυράμβους.
Στα «Μικρά» ή «κατ’ αγρούς» Διονύσια οι πανηγυριστές αντάλλαζαν σκώμματα και χειρονομίες με τους περαστικούς, ενώ γίνονταν πομπές κανηφόρων, μεταμφιέσεις, φαλλοφορίες και δραματικοί αγώνες προς τιμή του Θεού, αλλά και συμπόσια με μουσική και χορό.
Στα «Μεγάλα Διονύσια τιμούσαν το Θεό με περιφορά του αγάλματος του, φαλλοφορία, θυσία ταύρου και θεατρικούς αγώνες στο θέατρο του ,κάτω απ’ την Ακρόπολη
Τα αποκριάτικα δρώμενα που αναβιώνουν σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έλκουν την προέλευση τους από αυτές τις διονυσιακές γιορτές, όπου σουλατσάρουν, εξυμνούν, τραγουδούν ή σχολιάζουν τον «πρωταγωνιστή» φαλλό.
Κοινό χαρακτηριστικό σ’ αυτά τ’ αποκριάτικα «δρώμενα» είναι η συμβολική τέλεση της σεξουαλικής πράξης, που προκαλεί το γενετήσιο ένστικτο με την αμοιβαία έλξη ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα αιδοία, τα εξωτερικά γεννητικά όργανα στον άνδρα ή τη γυναίκα, έχουνε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τους μασκερεμένους, τ’ αποκριάτικα δαιμονικά, ο Αριστοφάνης ονομάζει «Ονοκώλες». Ο λαός μας, εύστοχα, στο πλούσιο λεξιλόγιό του, έδωσε τις πιο χαρακτηριστικές ονομασίες, που φανερώνουν ανάγλυφα κι αδρά τόσο την εμφάνιση όσο και τη φασαριόζικη παρουσία τους: Γιανίτσαροι, Κουδουνάτοι, Μωμόεροι, Κουκούγεροι, Καμουζέλες, Μούσκαροι, Κουδουνάδες, Τράγοι, Προσώπεια, Μουτζούνες και πιο κοινά, Μασκαράδες και Καρνάβαλοι.
Φαλλικά δρώμενα διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας από τη Λέσβο και την Ξάνθη ως το Ρέθυμνο και τη Σίφνο.
Τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, οι χοροί, οι γιορτές και οι παραδόσεις μας είναι ο κρίκος που ενώνει τον αρχαίο, βυζαντινό και σημερινό ελληνισμό. Έτσι και οι Αποκριές έχουν την καταγωγή τους και σχετίζονται με τα «Διονύσια» και τα «Ανθεστήρια».
Οι περισσότερες από τις διονυσιακές γιορτές και έθιμα των αρχαίων Ελλήνων πέρασαν στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τα χρόνια μας με τη βοήθεια και της ανεξιθρησκείας, που κατοχύρωσε ο Μέγας Κωνσταντίνος με το διάταγμα των Μεδιολάνων. Επίσης, συνετέλεσε και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που τάχθηκε υπέρ της ειδωλολατρίας των αρχαίων, με διατάγματα.
Η φιλοσοφία των αποκριάτικων εθίμων εστιάζεται στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση ιεραρχίας και στην κατάργηση καθιερωμένων ορίων.
Από τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες, που ξεδιπλώνονται στον κύκλο του χρόνου, πιο ανθεκτικές αποδείχτηκαν εκείνες των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο το μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα.
Έθιμα, πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του.
Στις γιορτές και ιεροτελεστίες με φανερή παγανιστική αγροτική προέλευση, ανήκει η νεοελληνική αγροτική Αποκριά. Σε μια κρίσιμη καμπή του χρόνου, στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, οι άνθρωποι με αυτές τις προεαρινές τελετουργίες και το ξέφρενο ξέσπασμα χαράς πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου.
Κορυφαία γιορτή χαράς και ανανέωσης για το λαϊκό άνθρωπο, η Αποκριά παρέμεινε η μόνη καθαρά εξωεκκλησιαστική λατρευτική ψυχαγωγική γιορτή, που τυπικοί μόνο δεσμοί τη συνδέουν με το χριστιανικό εορτολόγιο.
Όπως αναφέρει η λαογράφος – εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου, «με τη συνειδητοποίηση του παράλογου κάθε κοινωνικής διάκρισης και του αυταπόδεικτου της πανανθρώπινης ισότητας, η ανατροπή προκύπτει σαν φυσικό και εύλογο επακόλουθο». Ανατροπή, που σε επίπεδο «εικόνας» συντελείται «μέσα από τις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα, όπου τα άτομα δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από φύλο, ούτε από την ηλικία, ούτε καν από το ζωικό είδος τους: Οι άντρες γίνονται γυναίκες, οι γυναίκες άντρες, οι φτωχοί αρχοντάδες, οι παλαβοί βασιλιάδες, οι γριές λεχώνες, οι άνθρωποι ζώα, οι ιερουργίες φάρσες, μέσα σ’ ένα γενικό χαοτικό κλίμα, όπου η τρέλα αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η κατάχρηση τη συνήθη λιτότητα, ο αισθησιασμός την εγκράτεια, η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα τον αυστηρό έλεγχο, η αταξία την τάξη.
Με αντίστοιχο τρόπο συντελείται η ανατροπή και σε επίπεδο «λόγου», που είναι ο κωμικός λόγος, και κυρίως ο λόγος των τραγουδιών, τα οποία απηχούν όλο το σύστημα ιδεών, αξιών και αναπαραστάσεων για το φυσικό κόσμο και την κοινωνία, ιδωμένο όμως με την οπτική του καρναβαλιού, άρα αντεστραμμένο.
Η Αποκριά αποτελεί μέχρι σήμερα, πραγματικά, ένα εθιμικό «μνημείο» για τους λαογράφους καθώς διατηρεί γνήσια στοιχεία του παρελθόντος και, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια λυτρωτική «όαση» για το λαό, ο οποίος επιμένει, παρά και ενάντια, ορισμένες φορές, στα ξένα πρότυπα του καρναβαλιού, να εκφράζει τις αγωνίες και τις ελπίδες του με την ανατρεπτική, χιουμοριστική, αθυρόστομη και «μαγική» διάθεση αυτών των ημερών.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου